ΑΠΟΨΕΙΣ

Έτος αποφάσεων

Έτος αποφάσεων
Ο Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΕΤ.

Η ελληνική οικονομία θα κληθεί να πορευτεί το 2024, όπως και το 2023, εντός ενός διεθνούς περιβάλλοντος οικονομικής στασιμότητας, η οποία στην Ευρωζώνη αγγίζει τα όρια της ύφεσης, κι ενός πληθωρισμού ο οποίος μειώνεται μεν, παραμένει όμως πάνω από τον στόχο του 2%.

Αυτό, δεδομένης και της εικόνας της αγοράς εργασίας, με χαμηλή ανεργία και αυξήσεις μισθών πάνω από τον πληθωρισμό πανευρωπαϊκά, θα ωθήσει την ΕΚΤ να αποφύγει μειώσεις επιτοκίων για τουλάχιστον το πρώτο μισό του έτους. Η συσταλτική νομισματική πολιτική, η απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης από τις κυβερνήσεις, καθώς και οι γεωστρατηγικές αναταράξεις, καθιστούν την διατήρηση θετικών ρυθμών ανάπτυξης μια ακόμα δυσκολότερη άσκηση.

Παρά ταύτα, η ελληνική οικονομία, θα βρει τρόπο και φέτος να σημειώσει καλύτερες οικονομικές επιδόσεις από τον περίγυρό της αναπτυσσόμενη με έναν ικανοποιητικό, δεδομένων των συνθηκών, ρυθμό πέριξ του 2%.

Βασικές κινητήριες δυνάμεις αυτής της υπεραπόδοσης είναι οι πόροι από ΤΑΑ και ΕΣΠΑ, με την προϋπόθεση της ταχείας συμβασιοποίησης των σχετικών έργων αλλά και την προτεραιοποίηση δράσεων με το κριτήριο του μέγιστου αναπτυξιακού αποτυπώματος.

Επιπλέον, ο τουρισμός θα έχει μία ακόμη καλή χρονιά, ο τραπεζικός τομέας έχει την ρευστότητα και την κεφαλαιακή ισχύ που είναι αναγκαίες για να χρηματοδοτήσει ευχερώς την ανάπτυξη, η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων ενισχύει τις προσλήψεις δημοσιονομικής διατηρησιμότητας της χώρας, οι αυξήσεις τιμών των ακινήτων συμπαρασύρουν ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας και η προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα θα βοηθηθεί περαιτέρω από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταπεξέλθει η ελληνική οικονομία παραμένουν: το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης εξακολουθεί να είναι υπερβολικά εξαρτημένο από την ιδιωτική κατανάλωση και τον τουρισμό, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών παραμένει έντονα ελλειμματικό, η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ είναι ακόμη πολύ χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης, παρά τις αυξήσεις, και οι απώλειες κεφαλαιουχικού αποθέματος των προηγούμενων ετών δεν έχουν ανακτηθεί.

Στην αγορά εργασίας, η ανεργία μειώνεται αλλά εμφανίζονται σημαντικές αναντιστοιχίες μεταξύ των προσόντων του εργατικού μας δυναμικού και των δυνατοτήτων της οικονομίας να δημιουργήσει καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας υψηλών προσόντων. Ακόμη περισσότερο, οι τελευταίες έρευνες PISA και PIAAC ήρθαν να μας θυμίσουν τις παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος: έχουμε πολλούς περισσότερους πτυχιούχους από το παρελθόν αλλά το επίπεδο αντίληψης και εκπαίδευσης και οι δεξιότητές τους δεν διαφέρουν ιδιαιτέρως από ανθρώπους χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση προηγουμένων δεκαετιών, το 1/5 εξ αυτών των πτυχιούχων δε, είναι λειτουργικά αναλφάβητοι…

Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες του προηγούμενου έτους μας έδειξαν με τον πιο δραματικό τρόπο πως οι ανορθολογισμοί του θεσμικού μας πλαισίου, και ιδίως η διασπορά της άναρχης εκτός σχεδίου δόμησης, μεγιστοποιούν την ευαλωτότητα της χώρας στην κλιματική αλλαγή.

Αυτά τα ζητήματα αποκαλύπτουν παθογένειες πολλών ετών και ασφαλώς δεν μπορούν να θεραπευτούν με μια διάχυση ζήτησης μέσω ευρωπαϊκών πόρων.

Τέτοια υπήρξε πολλάκις και στο παρελθόν και, όταν τελείωσε, μικρό όφελος άφησε στις μακροχρόνιες δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας. Οι διαρθρωτικές υστερήσεις θεραπεύονται με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, αναδιοργάνωση της Δημοσίας Διοίκησης και της Δικαιοσύνης με αξιολόγηση δομών και προσώπων, επιτάχυνση της υλοποίησης τοπικών πολεοδομικών σχεδίων και εξάλειψη των «μεταβατικών ρυθμίσεων», εναρμόνιση των κινήτρων για αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων (μέσω ελέγχου της φοροδιαφυγής μεταξύ άλλων) ώστε να είναι πιο παραγωγικές και να εξάγουν περισσότερο, χρηματοδότηση έρευνας, ενίσχυση του επιπέδου γενικής εφαρμογής των νόμων και τιμωρίας των παραβατών.

Τέτοιες μεταρρυθμίσεις είθισται να συνασπίζουν απέναντί τους ομάδες συμφερόντων που θίγονται ενώ οι πολλοί που ωφελούνται από αυτές τείνουν να είναι βωβοί (και ενίοτε δεν αντιλαμβάνονται καν το όφελος πριν περάσει μακρός χρόνος ωρίμανσης των μεταρρυθμίσεων).

Τα καλά νέα είναι η πολιτική σταθερότητα και το ελεύθερο από εκλογές κι αμφισβητήσεις τοπίο που επιτρέπουν στην Πολιτεία να προχωρήσει απρόσκοπτα. Τώρα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ