ΚΟΣΜΟΣ

Ένα χρόνο από την εισβολή στο Καπιτώλιο οι πληγές των ΗΠΑ είναι ακόμα ανοιχτές

Ένα χρόνο από την εισβολή στο Καπιτώλιο οι πληγές των ΗΠΑ είναι ακόμα ανοιχτές
6 Ιανουαρίου 2021, το Καπιτώλιο δέχεται επίθεση

Δυστοπικές εικόνες με τo αμερικανικό Κογκρέσο να δέχεται επίθεση σε απευθείας μετάδοση στιγμάτισαν την 6η Ιανουαρίου του 2021. Η εισβολή υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο ήλθε να «συνθλίψει» την ιερή παράδοση της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφήνοντας τη χώρα σε κατάσταση σοκ και ακραίας πόλωσης. Ένα χρόνο μετά, οι πληγές κάθε άλλο παρά έχουν επουλωθεί...

Λίγο πριν την επίθεση στο Καπιτώλιο, ο Ντόναλντ Τραμπ εκφωνούσε «πύρινη» ομιλία προς τους υποστηρικτές του στην Ουάσινγκτον για να επαναλάβει ότι του «έκλεψαν» τις προεδρικές εκλογές, καλώντας τους να «πολεμήσουν σαν διάβολοι». «Αν δεν πολεμήσετε σαν διάβολοι, δεν θα έχετε πια χώρα» έλεγε καλώντας σε ξεσηκωμό.

Και εκείνοι οργανώθηκαν τάχιστα μέσω κοινωνικών δικτύων πιστεύοντας τότε, όπως οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί υποστηρικτές του ακόμη και σήμερα, πως η προεδρική νίκη του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν ήταν προϊόν νοθείας.

Συγκεντρώθηκαν κατά εκατοντάδες στην έδρα του αμερικανικού Κογκρέσου ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η συνεδρίαση προς επικύρωση του εκλογικού αποτελέσματος της κάλπης του 2020, η οποία και διεκόπη με το Καπιτώλιο να τίθεται σε lockdown.

Οι σκηνές χάους που ακολούθησαν την εισβολή υποστηρικτών του Τραμπ στο εσωτερικό του Καπιτωλίου έχουν καταγραφεί ως μαύρη κηλίδα στην Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.

AP Photo/Jose Luis Magana, File

Θιασώτες θεωριών συνωμοσίας και ακροδεξιά στοιχεία ήταν ο κύριος όγκος του όχλου που βεβήλωσε το ναό της αμερικανικής Δημοκρατίας υπό μορφή απόπειρας πραξικοπήματος.

Κοινοβουλευτικοί με αντιασφυξιογόνες μάσκες αναζητούσαν ασφαλές καταφύγιο σε αίθουσες της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας. Ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς φυγαδεύτηκε σε ασφαλή τοποθεσία.

Φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, οι υποστηρικτές του έφθασαν ακόμη και μέχρι την κεντρική αίθουσα συνεδριάσεων του Κογκρέσου απέναντι σε αστυνομικούς με προτεταμένα όπλα. Στο Καπιτώλιο κλήθηκαν ενισχύσεις, στους δρόμους της Ουάσινγκτον αναπτύχθηκε η Εθνοφρουρά.

AP Photo/J. Scott Applewhite, File

Ο τρόμος είχε κυριαρχήσει παντού με τον πολιτικό κόσμο αποσβολωμένο να μιλά για στιγμή ντροπής για το έθνος.

Πέντε νεκρούς «μέτρησε» η εισβολή την ημέρα εκείνη, ενώ τέσσερις αστυνομικοί που κλήθηκαν να επέμβουν στο Καπιτώλιο έχουν αφαιρέσει έκτοτε οι ίδιοι τη ζωή τους. Δεκάδες διαδηλωτές και αστυνομικοί τραυματίστηκαν σε συγκρούσεις, με αμφότερες τις πλευρές να κάνουν χρήση όπλων.

Ιστορικά στιγμιότυπα: Το Καπιτώλιο των ΗΠΑ δέχεται επίθεση σε ζωντανή μετάδοση

Το Κογκρέσο επανήλθε αργότερα εντός της ημέρας για την επικύρωση της νίκης του Τζο Μπάιντεν, αλλά η αμερικανική δημοκρατία είχε ήδη τραυματιστεί βαθιά και παραμένει έως σήμερα εύθραυστη.

Πρόκειται για απειλή την οποία διακρίνουν σήμερα τα δύο τρίτα των Αμερικανών ψηφοφόρων στις αντίστοιχες δημοσκοπήσεις, και για την οποία μιλά ανοιχτά ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.

Ο Τραμπ, Ρεπουμπλικανοί υποστηρικτές του και ακροδεξιά μέσα ενημέρωσης εμμένουν στη δική τους ερμηνεία των γεγονότων σχετικά με την επίθεση στο Καπιτώλιο. Σε αυτούς θα απαντήσει στο μήνυμά του για την πρώτη επέτειο ο Μπάιντεν, όπως έχει προαναγγείλει ο Λευκός Οίκος.

Άνω των 700 ατόμων αντιμετωπίζουν κατηγορίες διαφορετικής διαβάθμισης από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σχετικά με την εισβολή. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει «εξοριστεί» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατηγορήθηκε από τη Βουλή για «υποκίνηση σε στάση», εντούτοις απαλλάχθηκε από τη Γερουσία τον Φεβρουάριο.

Κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διερεύνηση της επίθεσης συγκροτήθηκε σε σώμα τον Ιούλιο και το αρχικό πόρισμα, που αναμένεται να φέρει στο φως το ακριβή ρόλο και τις ευθύνες του Ντόναλντ Τραμπ, αναμένεται το καλοκαίρι. Ήδη στοιχεία που έχουν έλθει στο φως «δείχνουν» προς οργανωμένη απόπειρα διατήρησής του στην εξουσία.

CNNi: Ο κίνδυνος πραξικοπήματος ήταν πραγματικός και δεν έχει παρέλθει

AP Photo/Evan Vucci, File

Τους τελευταίους μήνες έχει έλθει καταιγισμός νέων αποκαλύψεων για τις παρασκηνιακές κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ που καταδεικνύει πως οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν πράγματι μετεκλογικά πολύ πιο κοντά σε ένα πραξικόπημα απ' ό,τι μπορεί να θεωρούσαμε έως σήμερα.

Τα στοιχεία έχουν φανερώσει επίσης αυτό που πολλοί άνθρωποι στο στενό περιβάλλον του Ντόναλντ Τραμπ ήδη γνώριζαν: Το αφήγημα που «έχτισε» για να παραμείνει στην εξουσία δεν είχε σαφώς καμία νομική βάση.

Και αρνήθηκαν να μιλήσουν ακόμη και όταν η αμερικανική Δημοκρατία δέχτηκε επίθεση.

Η απειλή ενός πραξικοπήματος ήταν αληθινή και ο κίνδυνος δεν έχει παρέλθει, σημείωνε πρόσφατα ο Στίβεν Κόλινσον του CNNi, συνθέτοντας το παζλ των σοβαρών αποκαλύψεων για την κατάχρηση εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ σε μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές για την αμερικανική δημοκρατία.

Ανάμεσά τους, το γεγονός ότι ο Τραμπ είχε καταρτισμένο ένα λεπτομερές σχέδιο δράσης που «απαιτούσε» την εμπλοκή του τότε αντιπρόεδρου Μάικ Πενς, και το οποίο επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει για να εμποδίσει το Κογκρέσο να επικυρώσει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν.

Το σχετικό υπόμνημα που «κυκλοφορούσε» στα χέρια συμμάχων του Τραμπ αποκαλύφθηκε στο βιβλίο, υπό τον τίτλο «Peril» (Κίνδυνος), που υπογράφουν οι δημοσιογράφοι της Washington Post Μπομπ Γούντγουορντ και Ρόμπερτ Κόστα, ενώ περιήλθε και στην κατοχή του CNNi.

Τα ίδια τα μέλη της προεκλογικής εκστρατείας Τραμπ γνώριζαν πως ήταν ψευδείς οι ισχυρισμοί περί εκλογικής απάτης των Δημοκρατικών που διατύπωναν οι συνήγοροί του, έρχονται να προσθέσουν σε δημοσίευμά τους οι New York Times. Δεν έκαναν όμως τίποτα για να βάλουν φρένο στους επικίνδυνους ισχυρισμούς.

Ο Τραμπ είχε αποστείλει, δε, επιστολή που έβριθε από ψευδή στοιχεία προς τον Ρεπουμπλικανό αξιωματούχο της Τζόρτζια, Μπραντ Ράφενσπεργκερ, ο οποίος ασκεί στην αμερικανική πολιτεία καθήκοντα ανάλογα με αυτά υπουργού Εσωτερικών, ζητώντας του να ξεκινήσει τη διαδικασία ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος της 3ης Νοεμβρίου 2020.

Το βιβλίο «Peril» περιλαμβάνει ακόμη απόσπασμα που «μαρτυρά» ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ουδόλως ενδιαφερόταν για την αλήθεια, την ετυμηγορία των Αμερικανών ψηφοφόρων ή τις συνταγματικές αξίες. Αγωνιούσε για την υστεροφημία του και θεωρούσε ότι η αποδοχή ήττας θα τον κατέτασσε στους ηττημένους της Ιστορίας.

Τα νέα στοιχεία, τα οποία έχουν τεθεί υπόψιν της επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων που ερευνά την εισβολή στο Καπιτώλιο, φαίνεται να αποδεικνύουν την πρόθεση του Τραμπ να παραμείνει παράνομα στην εξουσία.

Στις ταραγμένες ημέρες που ακολούθησαν τις προεδρικές εκλογές του 2020 και μετά την πρωτοφανή εισβολή στο Καπιτώλιο πολλοί παρατηρητές δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη πραξικόπημα, γνωρίζοντας ότι θα δυναμίτιζε ακόμη περισσότερο το ήδη εκρηκτικό κλίμα.

Ήταν επίσης δύσκολη η επεξεργασία της σουρεαλιστικής εμπειρίας του να βλέπει κανείς σε ζωντανή μετάδοση να λαμβάνει χώρα επίθεση στο Καπιτώλιο, την «καρδιά» της αμερικανικής δημοκρατίας που θεωρούνταν απαραβίαστη, επισημαίνει ο Στίβεν Κόλινς. Από την άλλη, οι σκεπτικιστές έναντι του όρου πραξικόπημα, θεωρούσαν οι κινήσεις του Τραμπ δεν ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα τρελό και αποτυχημένο πολιτικό θέατρο.

Παρ' όλα αυτά, οι συνωμοτικές και συχνά στα όρια του γραφικού απόπειρες ανατροπής της εκλογικής έκβασης -ειδκά από τη νομική ομάδα του Τραμπ- δεν καθιστούν λιγότερο επικίνδυνη μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια καταστολής της δημοκρατικής παράδοσης της Αμερικής.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις έρχονται να προστεθούν σε όσα είχαν γίνει ήδη γνωστά σχετικά με μία διαφαινόμενη εκτεταμένη απόπειρα σε πολλά μέτωπα ώστε να διαταραχθεί μία ειρηνική και δίκαιη μεταβίβαση εξουσίας.

Ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε μία τεράστια εκστρατεία παραπληροφόρησης που έπεισε εκατομμύρια ψηφοφόρους ότι του «έκλεψαν» τις εκλογές, έχοντας τη βοήθεια συντηρητικών μέσων που προωθούσαν τους ισχυρισμούς του.

Στο φως έχει έλθει επίσης το γεγονός ότι ο Τραμπ επιχείρησε να πιέσει το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης να «κηρύξει» εκλογική απάτη και να αφήσει σε εκείνον τα... υπόλοιπα.

Πέραν αυτού βέβαια υιοθέτησε και άλλη μία πραξικοπηματική «συνταγή» κατά της νόμιμης εξουσίας -την υποκίνηση του όχλου- ενθαρρύνοντας χιλιάδες υποστηρικτές του να «κατέβουν» στο Καπιτώλιο στην ομιλία της 6ης Ιανουαρίου που προηγήθηκε της εισβολής.

Η «φιλοσοφία» Τραμπ πυροδότησε ένα κύμα νέων εκλογικών νόμων που ψηφίστηκαν σε πολιτείες που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς και οι οποίοι θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον Τραμπ ή ομοϊδεάτες του να σφετεριστούν την εξουσία στο μέλλον. Ο ίδιος υποστηρίζει επίσης πλήθος υποψηφίων για πολιτειακά αξιώματα, δημιουργώντας μία πιθανή «δεξαμενή» τοπικών αξιωματούχων που θα μπορούσαν να χειραγωγηθούν για να παρέμβουν σε μελλοντικές εκλογές.

Ίσως η πιο ανησυχητική πτυχή του «χειμάρρου» αποκαλύψεων είναι ότι ο κίνδυνος για την αμερικανική δημοκρατία δεν έχει παρέλθει, αλλά επιταχύνεται.

Στην επιστολή προς τον Μπραντ Ράφενσπεργκερ, ο Τραμπ διατύπωσε το παράλογο αίτημα να ξεκινήσει τη διαδικασία ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος. Μηχανισμός για να συμβεί κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, ενώ η νίκη του Τζο Μπάιντεν είχε ήδη επικυρωθεί νομικά και συνταγματικά. Πολλοί από τους ισχυρισμούς του Τραμπ φαίνεται να δείχνουν πως είναι απόλυτα πεπεισμένος για τα δικά του ψέματα και προπαγάνδα -γεγονός που εγείρει ερωτήματα για τη διανοητική κατάσταση ενός πρώην προέδρου που μπορεί να σκέφτεται μία μελλοντική υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο.

Η συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ προσβάλλει ήδη σαν ιός την αξιοπιστία των ενδιάμεσων εκλογών του 2022, καθώς έχει χρησιμοποιήσει το ειδικό του βάρος για να αναγάγει σε προσόν πιθανών υποψηφίων την αποδοχή των ψεμμάτων περί τις εκλογικής νίκης που του έκλεψαν. Μία πιθανή υποψηφιότητά του το 2024 θα υποβάλλει πιθανότατα τις δημοκρατικές αξίες σε ακόμη μεγαλύτερη δοκιμασία.

Και όλα τα ψέματα έχουν επίσης απτό αποτέλεσμα. Ενδεικτικά, δημοσκόπηση του CNNi έχει διαπιστώσει ότι το 78% των Ρεπουμπλικανών ακόμη δεν πιστεύει ότι ο Τζο Μπάιντεν κέρδισε τον περασμένο Νοέμβριο και ως εκ τούτου δεν είναι ο νόμιμος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

«Το πραγματικό πρόβλημα είναι πως ένα από τα δύο παραδοσιακά κόμματα το έχει 'χάψει' εντελώς αυτό και δεν θέλει να ακούσει τίποτα άλλο παρά μία επιβεβαίωση του ψεύδους που του έχουν πει. Και αυτό, θεωρώ, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η δημοκρατία μας» λέει ο Μάθιου Ντάουντ, ο οποίος είχε διατελέσει σύμβουλος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Ο. Μπους, μιλώντας στην Έριν Μπέρνετ του CNNi.

To βιβλίο των Γούντγουορντ και Κόστα περιλαμβάνει και μία νέα αποκάλυψη σχετικά με τον συντηρητικό δικηγόρο Τζον Ίστμαν, ο οποίος συνέλαβε μία μηχανορραφία για να επιχειρήσει να πείσει τον Μάικ Πενς να «αποκηρύξει» τους εκλέκτορες σε επτά πολιτείες, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι υπήρξαν εκλογικές παρατυπίες, και να ανακηρυχθεί νικητής ο Τραμπ κατά τη διαδικασία επικύρωσης της νίκης Μπάιντεν, που τελικώς διαταράχθηκε από την εισβολή στο Καπιτώλιο.

Το σχέδιο που εμπνεύστηκε ο δικηγόρος λάμβανε υπόψη ότι θα υπήρχαν «ουρλιαχτά» (howls) εκ μέρους των Δημοκρατικών -μία εντυπωσιακή υποτίμηση της κατάστασης δεδομένου του μεγέθους αυτού που επιχειρούσαν. Έτσι, το υπόμνημα περιείχε ένα εφεδρικό σχέδιο για τον Πενς, ο οποίος καλούνταν να δηλώσει ότι κανένας υποψήφιος δεν είχε συγκεντρώσει τις 270 απαιτούμενες ψήφους του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, και έτσι οι εκλογές θα έπρεπε να «περάσουν» στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αναφέρουν οι Τζέιμι Γκέιντζελ και Τζέρεμι Χερμπ του CNNi.

Ένα τέτοιο βήμα θα οδηγούσε σε μία διαδικασία συνταγματικής κατάρρευσης και στο πλαίσιο της ακόλουθης διαδικασίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων σε κάθε πολιτεία θα αναλογούσε μία ψήφος. Δεδομένου ότι οι Ρεπουμπλικανοί ήλεγχαν 26 πολιτείες, η πλειοψηφία και η νίκη θα ανήκε στον Τραμπ.

Το σχέδιο αντιμετωπίστηκε με μεγάλο σκεπτικισμό από δύο συμμάχους του Τραμπ στο Καπιτώλιο, τον γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκράχαμ της Νότιας Καρολίνας και τον Μάικ Λι από τη Γιούτα, σύμφωνα με το βιβλίο των δημοσιογράφων της Washington Post. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Τράμπ και τον κύκλο του να συνεχίσουν να ισχυρίζονται ότι ο Μάικ Πενς απλώς επέλεξε να μην χρησιμοποιήσει την εξουσία που του παρείχε το αξίωμα του αντιπρόεδρου. Φυσικά, αυτή τη εξουσία δεν υπάρχει...

Ο Τζον Ίστμαν δήλωσε στο CNNi ότι το υπόμνημα ήταν μόνο ένα προσχέδιο. Αλλά ούτε αυτό εμπόδισε τον Τραμπ να το χρησιμοποιήσει για να επιχειρήσει να πείσει τον Πενς να τον κρατήσει στην εξουσία ή να τροφοδοτήσει την ψευδή πεποίθηση στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών ότι ο Τραμπ είναι ο νόμιμος πρόεδρος.

Όπως επιτάσσουν η λογική και η δημοκρατία, ο Πενς συνέταξε μία επιστολή το πρωί της 6ης Ιανουαρίου λέγοντας ότι δεν είχε την εξουσία να παρέμβει για να αλλάξει το εκλογικό αποτέλεσμα πυροδοτώντας την οργή του Ντόναλντ Τραπ. Λίγες ώρες αργότερα ήλθε η εισβολή στο Καπιτώλιο.

Πίστευαν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να αγνοηθεί

Η πιο εντυπωσιακή πτυχή όλων αυτών των αποκαλύψεων είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ και ορισμένοι άνθρωποι γύρω του πίστευαν πραγματικά ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορούσε απλά να αγνοηθεί εάν δεν αρέσει στον πρόεδρο.

Αν και το σχέδιο του Τραμπ κατέρρευσε, το ανησυχητικό είναι πως φαίνεται σαν να χαράσσει έναν «οδικό χάρτη», βάσει του οποίου οι πολιτείες σε μία μελλοντική εκλογική αναμέτρηση θα μπορούσαν να εμποδίσουν την επικύρωση του αποτελέσματος και να στερήσουν σε έναν υποψήφιο όπως ο Μπάιντεν τις 270 εκλεκτορικές ψήφους που απαιτούνται για να κερδίσει την προεδρία.

Δημοσίευμα των New York Times ανέφερε προ καιρού ότι η προεκλογική εκστρατεία Τραμπ είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν αληθείς οι ισχυρισμοί σχετικά με «παρεμβολή» στα μηχανήματα καταμέτρησης των ψήφων που διακινούσαν κυρίως οι συνήγοροι του Τραμπ. Όμως, δεν αισθάνθηκαν προφανώς την πολιτική ή ηθική υποχρέωση να το πουν δημόσια.

Αργότερα στις εμφανίσεις τους στα μέσα ενημέρωσης, οι δικηγόροι Ρούντι Τζουλιάνι και Σίντνεϊ Πάουελ διεύρυναν τις θεωρίες συνωμοσίας -και ο ίδιος ο Τράμπ άδραξε τους ισχυρισμούς τους για να εμπλουτίσει με τη σειρά του τα ψεύδη σχετικά με εκλογική απάτη.

Σε ένα άλλο απόσπασμα, δε, από το βιβλίο «Peril», ο Ρόμπερτ Κόστα αποκάλυψε ότι ο Τραμπ είχε απορρίψει την ιδέα πως θα ήταν καλύτερο για την πολιτική του κληρονομιά να αποδεχθεί την ήττα, σε μια συνομιλία με την Χόουπ Χικς, εκ των στενότερων συμβούλων και συνεργατών του.

«Δεν με νοιάζει για την κληρονομιά μου. Η κληρονομιά μου δεν έχει σημασία. Αν χάσω, αυτή θα είναι η κληρονομιά μου. Οι άνθρωποί μου περιμένουν να πολεμήσω και αν δεν το κάνω, θα τους χάσω» είπε ο Τραμπ, σύμφωνα με το βιβλίο.

Αυτή η στάση -που εδράζεται σε ένα ψέμα και στον προβληματικό χαρακτήρα του ίδιου του πρώην προέδρου των ΗΠΑ- είναι αυτό που φαίνεται ότι εξακολουθεί να παρακινεί τους ισχυρισμούς του Τραμπ για κλεμμένες ψήφους και πιθανώς μια νέα προσπάθεια να ανακτήσει την εξουσία. Και εξηγεί γιατί ο κίνδυνος για την αμερικανική δημοκρατία απέχει μακράν από το να έχει παρέλθει.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ