ΚΟΣΜΟΣ

Στο δικαστήριο πάει την Ελλάδα ο οίκος Sotheby’s για ένα χάλκινο ειδώλιο αλόγου

Στο δικαστήριο πάει την Ελλάδα ο οίκος Sotheby’s για ένα χάλκινο ειδώλιο αλόγου
REUTERS/Suzanne Plunkett/ file photo

Σε μια εξαιρετικά ασυνήθιστη νομική κίνηση προχώρησε ο οίκος δημοπρασιών Sotheby’s, ο οποίος πάει την Ελλάδα στο δικαστήριο, σχετικά με την ιδιοκτησία ενός χάλκινου ειδωλίου αλόγου, προκειμένου να «αποσαφηνίσει τα  δικαιώματα των νόμιμων ιδιοκτητών».

Πρόκειται για ένα αγαλματίδιο που χρονολογείται από τον όγδοο αιώνα π. Χ., το οποίο επρόκειτο να δημοπρατηθεί στη Νέα Υόρκη στις 14 Μαΐου και η αξία του εκτιμάται από 150.000 έως 250.000 δολάρια.

Σύμφωνα με τους Financial Times, το ειδώλιο ανήκε στην οικογένεια των εκλιπόντων συλλεκτών Χάουαρντ και Σαρέττα Μπάρνετ, οι οποίοι το αγόρασαν το 1974.

Οι ιδιοκτήτες και ο οίκος δημοπρασιών κατέθεσαν αγωγή σε δικαστήριο της Νέας Υόρκης την Τρίτη, ενώ είναι η πρώτη φορά που ο Sothebys ασκεί αγωγή εναντίον μιας κυβέρνησης.

Σύμφωνα με τους Financial Times, μια ημέρα πριν από τη δημοπρασία, το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδος απέστειλε στον δημοπράτη επιστολή ζητώντας να αποσύρει το χάλκινο αγαλματίδιο από τον κατάλογο και να βοηθήσει με την επιστροφή του στην Ελλάδα.

Στην επιστολή, που είδαν οι Financial Times, το υπουργείο δήλωσε πως δεν υπάρχει τίποτα στα αρχεία του που να αναφέρει ότι το αντικείμενο «έχει φύγει από την χώρα με νόμιμο τρόπο» και επιφυλάσσεται του «δικαιώματος να λάβει τα απαραίτητα νομικά μέτρα» για τον επαναπατρισμό του. Το άλογο είχε εμφανιστεί στα αρχεία του Ρόμπιν Σάιμς, ενός Βρετανού εμπόρου τέχνης, ο οποίος αργότερα κατηγορήθηκε ως οργανωτής μεγάλου κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας, αναφέρει η αγωγή του οίκου Sotheby’s.

Ο οίκος δημοπρασιών απέρριψε τους ελληνικούς ισχυρισμούς, επισημαίνοντας την πώληση του αλόγου το 1967 σε δημοπρασία της Ελβετίας προτού περάσει στα χέρια του Σάιμς και στη συνέχεια στη συλλογή των Μπάρνετ. Παρ’ όλα αυτά, έβγαλε το αγαλματίδιο από την δημοπρασία την τελευταία στιγμή, δεδομένου ότι η ύπαρξη αυτού του ισχυρισμού έπληττε την εμπορευσιμότητά του.

Υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα δεν είχε δικαίωμα να παρέμβει στην πώληση και δεν μπορούσε να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πότε ή από ποιον είχε κλαπεί ή απομακρυνθεί από την χώρα, ο οίκος είπε ότι ζητά από το δικαστήριο «να διευκρινίσει τα δικαιώματα των νόμιμων ιδιοκτητών αρχαίων έργων τέχνης και την προστασία των πελατών έναντι αβάσιμων ισχυρισμών».

Είναι εξαιρετικά ανορθόδοξο για οίκους δημοπρασιών να διεκπεραιώνουν τέτοιες διαφορές στις δικαστικές αίθουσες. Σε προηγούμενες περιπτώσεις αμφισβητούμενης προέλευσης, οι ιδιοκτήτες και οι οίκοι δημοπρασιών θα απέσυραν ένα αντικείμενα από τον κατάλογο και ανίκανοι να το πουλήσουν σε κάποιον άλλον αγοραστή, θα διαπραγματεύονταν πίσω από κλειστές πόρτες με την χώρα που κατηγορεί για κλοπή του έργου.

Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, η κίνηση αυτή της Ελλάδας υπογραμμίζει την επιθετικότερη επιδίωξη πολιτιστικών αντικειμένων από αρχαιολογικά πλούσια έθνη την τελευταία δεκαετία, με την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Τουρκία και πιο πρόσφατα την Κίνα να είναι όλο και πιο πρόθυμες να παρέμβουν στις συναλλαγές στην αγορά έργων τέχνης.

Η προέλευση των αρχαίων αντικειμένων είναι συχνά απρόσβλητη, αλλά ένας πρακτικός κανόνας που χρησιμοποιείται από τους εμπόρους, τους δημοπράτες και τα μουσεία είναι ότι πρέπει να εγείρει ερωτήματα κάθε περίπτωση αντικειμένου που δεν έχει σαφές ιστορικό ιδιοκτησίας πριν από το 1970, έτος σύμβασης της Unesco για την εμπορία κλεμμένων αντικειμένων.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ