ΧΡΗΜΑ

Οι Έλληνες δούλεψαν 171 μέρες για να καλύψουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις το 2023

Οι Έλληνες δούλεψαν 171 μέρες για να καλύψουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις το 2023
INTIME / ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Στις 21 Ιουνίου, έφτασε φέτος η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας, την ημέρα που οι Έλληνες φορολογούμενοι σταματούν να εργάζονται για την πληρωμή των υποχρεώσεων τους και αρχίζουν να εργάζονται για τον εαυτό τους.

Συγκεκριμένα, το 2023, οι πολίτες του κράτους χρειάστηκε να δουλέψουν 171 ημέρες ή σχεδόν έξι μήνες για να πληρώσουν φόρους και εισφορές προς το κράτος, σύμφωνα με την μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, η οποία έχει σταθμίσει τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας για το άθροισμα άμεσων- έμμεσων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών (86,848 δισ. ευρώ) και τις προβλέψεις για το Καθαρό Εθνικό Εισόδημα (186,4 δισ. ευρώ)

Σύμφωνα με τα κύρια ευρήματα της φετινής μελέτης, η ημέρα αυτή έφτασε φέτος δύο εβδομάδες νωρίτερα, σε σχέδη με το 2022, όπου σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, εργαστήκαμε για το κράτος 185 ημέρες (ΗΦΕ: 5 Ιουλίου).

Αν στην Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας συνυπολογιστεί το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο αντιπροσωπεύει μελλοντικούς φόρους, τότε η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας για το 2023 έρχεται την 28η Ιουνίου, 17 ημέρες νωρίτερα από ότι ήρθε το 2022 (15η Ιουλίου).

Μάλιστα, σημειώνεται πως είναι η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση από το 2011, όταν το αντίστοιχο μέγεθος ήταν 169 ημέρες. Αν συνυπολογιστεί το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, τότε οι 178 ημέρες εργασίας για το κράτος που προβλέπονται για το 2023 είναι η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση από το 2007, όταν το αντίστοιχο μέγεθος ήταν 177 ημέρες.

Σχολιάζοντας τα φετινά αποτελέσματα, ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών Νίκος Ρώμπαπας δήλωσε:

«Η σημαντική φετινή μείωση της φορολογικής ελάφρυνσης στη χώρα μας, εφόσον βεβαίως οι σχετικές προβλέψεις επιβεβαιωθούν από τα τελικά δεδομένα, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς οδηγεί σε αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και ενθαρρύνει τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Η πρόκληση πλέον είναι η μείωση των φορολογικών βαρών να συνεχιστεί και ταυτόχρονα να βελτιωθεί ουσιαστικά η ποιότητα των παρεχόμενων από το κράτος υπηρεσιών στους πολίτες, μέσα από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και πρακτικών και την ενίσχυση του θεσμού της αξιολόγησης».

Η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα

Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερη από τον μέσο όρο των 27 κρατών της ΕΕ την περίοδο 2011-2016 και υψηλότερη την περίοδο 2016- 2018.

Το 2019 Ελλάδα και ΕΕ είχαν αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνση ενώ το 2020 η φορολογική επιβάρυνση στον μέσο όρο των 27 κρατών της ΕΕ αυξήθηκε.

Ωστόσο, αν συμπεριληφθούν τα ελλείμματα της γενικής κυβέρνησης, την περίοδο 2011-2013 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν αρκετά υψηλότερη από τον μέσο όρο των 27 κρατών της ΕΕ, ενώ από το 2014 και μετά φαίνεται να συγκλίνει, με εξαίρεση το 2015 (Γράφημα 3Β).

Το 2020, η φορολογική επιβάρυνση (με τα ελλείμματα) στην ΕΕ (27) έφτασε το 59,2% του Καθαρού Εθνικού Εισοδήματος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα ήταν 61%.

Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, η ικανοποίηση των Ελλήνων πολιτών από τις δημόσιες υπηρεσίες την εποχή της πανδημίας είναι από τις χαμηλότερες ανάμεσα στις αναπτυγμένες οικονομίες, ιδιαίτερα την στιγμή που η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα παρέμεινε υψηλή.

Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες πολίτες είχαν το χαμηλότερο ποσοστό ικανοποίησης από τις υπηρεσίες του κράτους στο εκπαιδευτικό σύστημα (36%) ανάμεσα σε 35 αναπτυγμένες οικονομίες

Η ίδια δυσαρέσκεια επικρατεί και από την παροχή υπηρεσιών από το σύστημα υγείας, καθώς οι Έλληνες πολίτες είχαν το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό ικανοποίησης (38%) ανάμεσα σε 36 αναπτυγμένες οικονομίες, με την χειρότερη επίδοση να καταγράφεται στην Πολωνία.

Το μίγμα οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα συνδυάζει φορολογική επιβάρυνση υψηλότερη από τον διάμεσο των αναπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ ωστόσο με πολύ χαμηλή ανταποδοτικότητα σε βασικές υπηρεσίες.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ