ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τράπεζα της Ελλάδος: Πώς εκτοξεύτηκαν τα φορολογικά βάρη στα μνημονιακά χρόνια

Τράπεζα της Ελλάδος: Πώς εκτοξεύτηκαν τα φορολογικά βάρη στα μνημονιακά χρόνια
EUROKINISSI/ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Την θέση πως οι σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στη χάραξη μιας ολοκληρωμένης φορολογικής πολιτικής που θα κατανέμει το φορολογικό βάρος με βάση τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας διατυπώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής που κατέθεσε σήμερα στη Βουλή.

Στην έκθεση εμπεριέχεται ανάλυση για το φορολογικό βάρος στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης όπου αναφέρεται πως με εξαίρεση την περίοδο 2013-2014, το ενδιαφέρον των ελληνικών κυβερνήσεων επικεντρώθηκε τα προηγούμενα χρόνια κυρίως στην αύξηση της φορολογίας, που τα τελευταία χρόνια ήταν συνεχής, μεγάλη και άδικη, ενώ πολύ μικρή σημασία δόθηκε στην προσαρμογή της δημόσιας κατανάλωσης με παρεμβάσεις που αφορούν το μέγεθος και την ποιότητα της λειτουργίας του κράτους.

Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, μεταξύ 2008 και 2017 τα φορολογικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης, ακολουθώντας έντονη ανοδική πορεία, αυξήθηκαν σχεδόν κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από 33,4% του ΑΕΠ το 2008 σε 42,1% του ΑΕΠ το 2017, όταν στη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου, δηλαδή μεταξύ 2002-2007, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ.

Το 2017 το σύνολο των φορολογικών εσόδων αντιστοιχούσε στο 96,8% των φορολογικών εσόδων του 2007 (ή 74,8 δισ. ευρώ το 2017, έναντι 77,3 δισ. ευρώ το 2007), όταν το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ήταν μόλις το 74,6% του ΑΕΠ του 2007 (ή 250,7 δισ. ευρώ το 2007, έναντι 187,1 δισ. ευρώ το 2017). Αυτό κατά την ΤτΕ σημαίνει ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων σε συνθήκες ύφεσης προήλθε κατά κύριο λόγο από τη μεγάλη και συνεχή αύξηση των φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα, την κατανάλωση, τα κέρδη των επιχειρήσεων και την περιουσία, με αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή δυναμική και τη φορολογική δικαιοσύνη.

Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στη σχετική ανάλυση, το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής επήλθε μέσω της αύξησης των φόρων και λιγότερο μέσω της μείωσης της δημόσιας κατανάλωσης.

«Το γεγονός αυτό καθίσταται εντονότερο κατά το τρίτο πρόγραμμα, όταν η δημόσια κατανάλωση δεν συνέχισε την καθοδική της πορεία, αλλά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, με αποτέλεσμα το κύριο βάρος της προσαρμογής να το φέρουν τόσο οι φόροι όσο και οι δημόσιες επενδύσεις. Πράγματι, η παρατηρούμενη περιστολή της συνολικής δημόσιας δαπάνης κατά το πρώτο και τρίτο πρόγραμμα (το δεύτερο πρόγραμμα ήταν εξαίρεση) επήλθε κυρίως μέσω της περικοπής των δημόσιων επενδύσεων, που ήταν διπλάσια και τετραπλάσια αντίστοιχα της μείωσης της δημόσιας κατανάλωσης, επενεργώντας όμως έτσι πολλαπλασιαστικά στην αρχική υφεσιακή διαταραχή», σημειώνεται σχετικά.

Για τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας φορολογικής πολιτικής η ΤτΕ αναφέρει τα εξής:

Πρώτον, η συμβολή της άμεσης φορολογίας παραμένει το 2017 χαμηλή, με τα μισά έσοδα να προέρχονται από την έμμεση φορολογία. Η υπερβολική αυτή εξάρτηση από την έμμεση φορολογία αποτυπώνεται στη σχεδόν διπλάσια αναλογία της προς την άμεση φορολογία (1:1,7), κυρίως ως αποτέλεσμα της μεγάλης φοροδιαφυγής, όταν στην ΕΕ και την ευρωζώνη η αναλογία είναι 1:1 με την έμμεση και άμεση φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές να συνεισφέρουν ισόποσα το 1/3 των συνολικών εσόδων.

Δεύτερον, αν και οι φορολογικοί συντελεστές στην εργασία, στην επιχειρηματικότητα και στην κατανάλωση είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ, η κατανάλωση έφερε το 2016 ―σε όρους εσόδων― συγκριτικά το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος από το αντίστοιχο στην ΕΕ και την ευρωζώνη.

Τέλος, η κεντρική τράπεζα διατυπώνει συστάσεις και για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Όπως σημειώνει, αν και έχει δειχθεί ότι η εκτεταμένη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, συντελώντας στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους, ωστόσο η ελληνική οικονομία παραμένει στις πρώτες θέσεις μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ που χρησιμοποιούν κυρίως μετρητά στις συναλλαγές.

«Η προτίμηση χρήσης μετρητών είναι δηλωτική του κινήτρου απόκρυψης εισοδήματος και αποφυγής πληρωμής φόρου, το οποίο μάλιστα σε περιβάλλον υπερφορολόγησης καθίσταται ιδιαίτερα ισχυρό. Καθώς όμως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και οι περιορισμοί στις τραπεζικές συναλλαγές βαθμιαία χαλαρώνουν, ενώ ταυτόχρονα η φορολογία διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, είναι ορατός ο κίνδυνος αντιστροφής της τάσης χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών», προειδοποιεί σχετικά και ζητά μέτρα ενίσχυσης της διείσδυσης των ψηφιακών πληρωμών, αλλά και παροχής φορολογικών κινήτρων όπως η δυνατότητα κατοχύρωσης αφορολόγητου ορίου εισοδήματος μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών με ειδική έμφαση σε κλάδους με υψηλή συχνότητα απόκρυψης εισοδημάτων, όπως τα ελεύθερα επαγγέλματα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ