ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ CNN GREECE ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Βookreads: Ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος κι ένα «ριψοκίνδυνο» λογοτεχνικό άλμα χωρίς κανένα δίχτυ

Βookreads: Ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος κι ένα «ριψοκίνδυνο» λογοτεχνικό άλμα χωρίς κανένα δίχτυ

Ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος, συγγραφέας. 

Ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος, μια από τις πιο πρωτότυπες «φωνές» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, επιστρέφει με «Κασκαντέρ: Η ψηλαφητή αφήγηση μιας πτώσης», ένα δημιουργικό και στοχαστικό κείμενο που ανατρέπει τους κανόνες της αφήγησης.

Σε περισσότερο από 160 σελίδες, ο συγγραφέας συγχωνεύει μνήμες, μυθοπλασίες, μουσικές νότες, φιλμ, έργα τέχνης, καθώς και φιλοσοφικά-λογοτεχνικά αναγνώσματα, προτείνοντας το σώμα και την πτώση ως τα πιο ισχυρά μέσα έκφρασης — ένα είδος «ασκήσεων ταχυδακτυλουργίας», όπως σημειώνεται στην περιγραφή του έργου

Γεννημένος το 1976 στη Θεσσαλονίκη, ο Παπαδόπουλος σπούδασε πολ. μηχανικός με μεταπτυχιακό στην προστασία του περιβάλλοντος και κατοικεί στην Αθήνα, όπου «μάχεται» ως καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται στις παραστατικές τέχνες με την ομάδα KangarooCourt.

9789605727581-1000x1000.jpg

Έχει ήδη στο ενεργητικό του σημαντικές ποιητικές συλλογές όπως το «Μπρα ντε φερ – Ένας χειρισμός πρόγνωσης» (2015) και «Το βουνό κι ο ποιητής δεν πήραν είδηση» (2009)

Στη συνέντευξη του στο CNN Greece, ο Παπαδόπουλος μιλά για την πτώση ως θεμέλιο αφηγηματικής εμπειρίας και την πορεία του ως ποιητής και αφηγητής: ποια είναι η σχέση του με τη γλώσσα και τα σώματα που αφουγκράζονται την πτώση; Πώς η ιδέα της μεταμφίεσης, του ρίσκου και του αμφίσημου μετασχηματίζεται σε γραφή; Και τι σημαίνει να πέφτεις με σκοπό να κοιτάς πάντα τα χέρια σου;

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη με τον Ιορδάνη Παπαδόπουλο:

Στο νέο σου βιβλίο, Κασκαντέρ, πώς επιλέγεις τις φωνές ή τα σώματα που «ντουμπλάρεις»; Τι ρόλο παίζει η τύχη στην αφήγηση;

Ιορδάνης Παπαδόπουλος: Όσο κι αν ακουστεί κλισέ, δεν μπορώ ν’ απαντήσω με βεβαιότητα αν επέλεξα εγώ τις φωνές και τα σώματα του «Κασκαντέρ» ή αν μ’ επέλεξαν εκείνα. Κλίνω περισσότερο προς το δεύτερο έχοντας μια αίσθηση (ή και μια κρυφο-κενο-φιλοδοξία) ότι μια εταιρία παραγωγής με προσέλαβε ως κασκαντέρ, διαμορφώθηκε δηλαδή μια επαγγελματική σχέση που χαρακτηρίζεται από συμβόλαια, κανόνες, υποχρεώσεις. Βέβαια, η πρόσληψη έγινε με βάση το προφίλ μου, τις μέχρι τώρα δουλειές μου και τις αναφορές μου, κι εγώ συμφώνησα, δέχτηκα ν’ αναλάβω τον ρόλο σε μια τέτοια παραγωγή. Η τύχη έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην αφήγηση του «Κασκαντέρ» (όπως έχει παίξει ανέκαθεν στα γραπτά μου). Όχι με κάποιο μεταφυσικό τρόπο αλλά συνειδητά, αφήνω, ανοίγω χώρο για αυτή, αφήνομαι στην τύχη. Συγκεκριμένα, γράφοντας το «Κασκαντέρ» με θεματικό κέντρο τα χέρια και την πτώση, οτιδήποτε στην καθημερινότητά μου, από μια ταινία, μια έκθεση, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο, ένα τραγούδι ή μια κουβέντα της κόρης μου μπορούσε να γίνει πιθανό υλικό, να «μεταγραφεί» και να ενταχθεί μέσα στο βιβλίο. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι η τύχη είναι σημαντικός, αλλά όχι ο μοναδικός, παράγοντας. Έχω τις εμμονές μου που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πάντα τρυπώνουν στα έργα μου. Συγγραφείς όπως ο Χάντκε και η Ντυράς, κινηματογραφιστές όπως ο Χέρτσογκ, ο Μέκας και η Άκερμαν πάντα βρίσκουν τον τρόπο τους να λειτουργούν σαν μαγιά των έργων μου. Εξάλλου, αν πιάσουμε ετυμολογικά τη λέξη «κασκαντέρ» θα βρούμε κατ’ αρχάς τον καταρράκτη ή μικρούς διαδοχικούς καταρράκτες, και κατ’ επέκταση μια συνέχεια, μια ροή γεγονότων/ καταστάσεων που συμβαίνουν διαδοχικά, που το ένα παρασύρει το άλλο, θα βρούμε επίσης μια αλυσιδωτή χημική αντίδραση, αλλά και ζογκλερικά νούμερα στα οποία ναι μεν η εξάσκηση παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο, αλλά ο ζογκλέρ είναι επιρρεπής σε εξωτερικά τυχαία ερεθίσματα όπως μια ξαφνική ριπή ανέμου, το τσίμπημα ενός εντόμου, αλλά και η διάσπαση της προσοχής του από το κοινό.

Το «χέρι που γράφει την πτώση» είναι μια κεντρική εικόνα. Πώς συνδέεται με τη δική σου δημιουργική διαδικασία – είναι υπαρξιακή μεταφορά ή μετεώριση πάνω σε κάποιο προσωπικό γεγονός;

Ιορδάνης Παπαδόπουλος: Μού δίνεις την αφορμή να πω ότι η φράση που αναφέρεις φιγουράριζε για αρκετό καιρό στο μυαλό μου ως επικρατέστερος τίτλος του βιβλίου. Το «Κασκαντέρ» πρόκειται για μια υπαρξιακή σπουδή στα χέρια, μια σπουδή που κάπου μπορεί να παραπέμπει σε γλυπτικές ασκήσεις του Ροντέν και αλλού σε μελέτη του Ντελέζ και σε φιλμογραφία του Μπρεσόν, δηλαδή σε χειρωνακτικές, στοχαστικές και εικονακλαστικές ματιές και ματιέρες. Στην αρχή λοιπόν ήταν μόνο «το χέρι», το χέρι που γράφει, που αγγίζει, που μένει άπραγο, στην αρχή «το χέρι» μοιραζόταν μεταξύ αυτο- και ετεροπαρατηρήσεων, από τη μια το παρατηρούσα σε σχέση με το χέρι του πατέρα μου (το κρεμασμένο έξω από ένα νοσοκομειακό κρεβάτι μετά από μια επέμβαση και έγραφα για τη σχέση μου μαζί του), και από την άλλη το παρατηρούσα να «κρέμεται», να περνάει πάνω από εξωγενείς αναφορές που μου έδιναν την ευκαιρία να μιλήσω για την πτώση ως σύμφυτο στοιχείο της ύπαρξής μας. Πρόκειται λοιπόν για μια σπουδή, συνειδησιακή και σκηνοθετημένη μαζί, που ακουμπά τόσο στο σώμα και στο βίωμά μου, αλλά που είναι και μια νοητή κατασκευή. Με κεντρίζει ιδιαίτερα η προσέγγιση ενός θέματος μέσα από τις διαφορετικές έδρες ενός πρίσματος, πίσω από το οποίο βέβαια υπάρχει και το μάτι μου και το συναίσθημά μου, η στρεβλή ματιά μου πάνω στα πράγματα και τα αισθήματα, το παιχνίδι με τις λέξεις και τα νοήματα.

img202201210909032.jpg

Ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος, συγγραφέας.

Η αφήγησή σου μπλέκει φιλοσοφικά και εικαστικά κείμενα. Ποια έργα ή δημιουργοί σε επηρέασαν περισσότερο και πώς «ανασχηματίζονται» μέσα στο σπονδυλωτό σώμα του βιβλίου;

Ιορδάνης Παπαδόπουλος: Όντως στο βιβλίο υπάρχουν πολλές, διαφορετικού είδους και προέλευσης αναφορές. Όπως προανέφερα, οι περισσότερες από αυτές προέκυψαν «καθ’ οδόν», εν τη γενέσει και διαμόρφωση του βιβλίου, χωρίς να προϋπάρχει κάποιο σχέδιο ή υπολογισμός. Και να πούμε επίσης ότι πέρα από τα φιλοσοφικά και τα εικαστικά κείμενα, μπορεί επίσης να διαβάσει κανείς μέσα στο βιβλίο στίχους τραγουδιών (Λόρι Άντερσον και Βίκυ Μοσχολιού), αυτοβιογραφικές σημειώσεις σκηνοθετριών (Σαντάλ Άκερμαν), στιγμιότυπα από τη ζωή επιστημόνων, Ιαπώνων καμικάζι πιλότων και Αμερικάνων χορευτών που πετούν για να πέσουν, πέφτουν ενώ χορεύουν ή χορεύουν ενώ πέφτουν, η πτώση είναι η αποστολή τους.
Όλα αυτά είτε πρόκειται για μέρος της αυστηρά δουλεμένης τεχνικής και μεθοδολογίας τους είτε μέρος της βιογραφίας ή και της μυθολογίας τους, με ενδιαφέρουν πάντα ως ένα δυνάμει ποιητικό φορτίο που φέρουν και μεταφέρουν και με το οποίο μπολιάζουν τον κόσμο και που με κεντρίζει, να το διυλίσω, να το αποστάξω στο πλαίσιο του έργου μου. «Σε κάθε βήμα σκοντάφτεις στην ποίηση», γράφει ο Θάνος Σταθόπουλος, και το θέμα είναι ποιο παραπάτημα είναι πιο συμβατό με τον καθένα μας, που θα μας κάνει να γράψουμε, να μιλήσουμε για την πτώση μας.

Ως ποιητής που πέρασες από το Μπρα ντε φερ στην πεζογραφία και τώρα στο Κασκαντέρ, τι κρατάς αναλλοίωτο από τη γραφή και τι αφήνεις πίσω;

Ιορδάνης Παπαδόπουλος: Βρίσκω ενδιαφέρον ότι δεν χαρακτηρίζεις ειδολογικά το «Κασκαντέρ». Μπορεί βέβαια να μην έχεις καμιά τέτοια πρόθεση, να το παρεξηγώ και να το διαβάζω έτσι εγώ, να είναι μια δική μου προβολή, που πηγάζει από την επιθυμία μου να μπασταρδέψω τα είδη, να τα μαγαρίσω, να μη δουλεύω με κεκτημένα και με συνταγές. Έτσι και στα τελευταία δύο μου βιβλία («Στα Δάση» και «Κασκαντέρ» και τα δύο από τις εκδόσεις Ίκαρος) ήθελα και προσπάθησα να γράψω αλλιώς, όλο το ποιητικό δυναμικό των πρώτων δύο βιβλίων ποίησης να το εκτρέψω σε μια πεζολογική κοίτη. Βέβαια, και με την ποίηση του «Μπρα ντε φερ» (εκδ. Gutenberg, 2015) είχα τη φιλοδοξία να κλονίσω κάποια μορφολογικά και υφολογικά στεγανά και «θέσφατα» από το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο. Και νομίζω αυτό εξακολουθώ να κάνω από τότε, από βιβλίο σε βιβλίο. Κρατώ λοιπόν σε πολλά σημεία του «Κασκαντέρ» την αφαίρεση της ποίησης, τα κενά και τα χάσματά της, τις νοητικές και μορφολογικές της υπερβάσεις. Επίσης, διατηρείται αμείωτη η έγνοια μου να μιλήσω σε μια άλλη, διαφορετική από αυτή που μιλούσα μέχρι πρότινος γλώσσα. Και αυτό που σίγουρα άφησα πίσω μου είναι η υπερσυμπύκνωση, ήθελα για κάποιο λόγο και θέλω ακόμα να απλωθώ λίγο περισσότερο, ν’ απλώνομαι γράφοντας, να ανοίξω την πρόταση.

Η δράση ενός κασκαντέρ στο σινεμά βασίζεται σε ακριβή υπολογισμό, βαρύτητα και ταχύτητα. Πώς μεταφέρεις αυτή τη «τεχνική» στον γραπτό λόγο;

Ιορδάνης Παπαδόπουλος: Νομίζω πως η γραφή μου δεν χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια και την αυστηρότητα, δεν δουλεύω χειρουργικά με νυστέρι ή μάλλον καλύτερα, δεν απορρίπτω την ιδέα να δουλεύω στο αποστειρωμένο περιβάλλον ενός χειρουργείου, αλλά προτιμώ με γυμνά χέρια, χωρίς γάντια, με κίνδυνο να χάσω τον ασθενή από κάποια μόλυνση ή να κολλήσω κάτι εγώ. Όπως προανέφερα με ενδιαφέρει αρκετά το στοιχείο της τύχης, μιας ροής που μπορεί να λειτουργεί βαρυτικά, που ναι μεν ακολουθεί μια κοίτη, αλλά μπορεί να εκτραπεί οποιαδήποτε στιγμή αν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Τις περισσότερες φορές βέβαια τις ευκαιρίες τις δημιουργώ εγώ, ανοίγοντας μόνος μου κανάλια εκτροπής. Με γοητεύει η προοπτική του λάθους, της αβλεψίας, της αστοχίας, να χάσω τον δρόμο ή την κοίτη, η έννοια της αποτυχίας βρίσκεται πάντα στο μυαλό μου είτε ως ένα εγγενές αντανακλαστικό μου είτε ως δομικό στοιχείο του κάθε έργου. Η έννοια του ανολοκλήρωτου του στρεβλού, του θραύσματος, του έκκεντρου. Ίσως τελικά να με γοητεύουν (όπως και την πλειοψηφία, φαντάζομαι) περισσότερο η αποτυχία και ο πιθανός τραυματισμός του κασκαντέρ. Η πτώση ενός ακροβάτη μπορεί να συγκινήσει και να δώσει περισσότερα ερεθίσματα από ένα άκρως πετυχημένο, με ακρίβεια εκτελεσμένο νούμερο. Όπως το παράδειγμα του Φράντς Ράινχαρτ που βρήκε μια θέση μέσα στο βιβλίο για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο οποίος ήθελε διακαώς να πατεντάρει μια στολή με την οποία θα μπορούσε να πετάξει κανείς και εν τέλει βρέθηκε να κείτεται νεκρός στη βάση του πύργου του Άιφελ.

Λες ότι το βιβλίο «δεν θέλει να διορθώσει ούτε να αποτρέψει». Είναι αυτό μια πολιτική ή αισθητική δήλωση απέναντι στη γραφή και τη διόρθωση;

Ιορδάνης Παπαδόπουλος: Ίσως μια παραδοχή αδυναμίας να βρίσκεται στο κέντρο αυτής της δήλωσης. Μια βαθιά προσωπική και φυσικά στην προέκτασή της πολιτική δήλωση ότι γράφω ως ένας μάρτυρας μιας γενικευμένης αλλά και προσωπικής πτώσης ή ενός υπερφιλόδοξου, υπεραισιόδοξου εγχειρήματος καταδικασμένου εξαρχής στην αποτυχία. Μια επίγνωση ότι με τη γραφή δεν θα μπορέσω να αλλάξω τον κόσμο, να τον διορθώσω, αλλά απλώς να τον υπομείνω.

Έχεις αναφέρει ότι όλα οδηγούνται σε ένα χείλος. Είναι αυτή μια συνειδητή αποδοχή της ατέλειας, της ασυνέχειας και της πτώσης;

Ιορδάνης Παπαδόπουλος: Νομίζω πως ναι. Μπορεί να είναι παροδική, αλλά υπάρχει, με διατρέχει και κατά προέκταση διατρέχει και το βιβλίο. Ήδη από την περίοδο των δύο πρώτων ποιητικών βιβλίων μου, το θραύσμα, και το εγγενές στοιχείο της ατέλειας και του ανολοκλήρωτου που το χαρακτηρίζει, ήταν, έγινε δομικό στοιχείο των έργων μου. Ένα θραύσμα που τόσο σε επίπεδο προσωπικής πορείας όσο και γενικευμένης κατάστασης είναι πολύ πιο πιθανόν να κομματιαστεί περισσότερο και να καταλήξει σε επιπλέον διάλυση παρά να ενωθεί με τα υπόλοιπα κομμάτια και να φτάσει σε μια πληρότητα. Με την ανάμειξη τραγουδιών, φιλμ και εικαστικών αναφορών, πόσο σημαντικό είναι για σένα να προσφέρεις «ψηφιακά» ή «πολυαισθητηριακά» στοιχεία στον αναγνώστη; Εδώ και αρκετά χρόνια μ’ αρέσει να λέω ότι με κάθε βιβλίο μου φιλοδοξώ να στήνω μια εικαστική έκθεση, να μιλώ με όρους έργων και χώρου. Μ’ ενδιαφέρει το πολυπρόσωπο της γραφής μέσα από το ένα πρόσωπο και το προσωπικό του δημιουργού, καθώς και η προσέγγιση ενός θέματος με πολλά μέσα, εργαλεία και οπτικές. Μ’ αυτό εννοώ ότι, όπως σε μια ατομική και ομαδική εικαστική έκθεση ο θεατής μπορεί να δει σχέδια, γλυπτά, φωτογραφίες, εγκαταστάσεις και όλα μαζί τα έργα -χωρίς να είναι απαραίτητα κοινής αισθητικής και νοηματοδότησης- να υπηρετούν πάνω κάτω μια έννοια, μια θεματική και να βλέπουν προς την ίδια κατεύθυνση κυρίως μέσω διαθλάσεων.