ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ;

Γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ;
(EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ)

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, των πρώτων που έγιναν εντός μεταμνημονιακού πλαισίου, σηματοδότησαν και την πρώτη μεγάλη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του 2012, όταν για πρώτη φορά το κόμμα της Αριστεράς κατέγραψε δυναμική εξουσίας.

Το επόμενο διάστημα πολιτικοί αναλυτές, δημοσιογράφοι και κυρίως τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, θα επιδοθούν σε ενδελεχείς αναλύσεις για τους λόγους που οδήγησαν στην ήττα. Θα επιχειρήσω την επισκόπηση τριών εξ αυτών που έχουν μια ειδική σημασία.

Το προσωποπαγές μοντέλο

Αποτελεί ισχυρή πεποίθηση τόσο στο Μέγαρο Μαξίμου, όσο και στην Κουμουνδούρου ότι ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί το «δυνατό χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ. Η συγκεκριμένη εκτίμηση ευσταθεί σε σημαντικό βαθμό, καθώς πράγματι ο Πρωθυπουργός έχει απήχηση σε ευρέα ακροατήρια ψηφοφόρων, έχει επικοινωνιακά και πολιτικά χαρίσματα και πιστώνεται το γεγονός ότι υπό την ηγεσία του ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε από το 3,5% στην εξουσία. Εντούτοις, αυτά τα στοιχεία δεν αρκούν από μόνα τους για να αναδείξουν ένα κόμμα στην πρώτη θέση.

Τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε γιατί είχε τον Τσίπρα. Κέρδισε, μεταξύ άλλων, γιατί εξέφρασε την αντιμνημονιακή οργή του κόσμου αλλά και επειδή είχε τα προηγούμενα χρόνια κτίσει σχέσεις με κοινωνικά κινήματα σε όλη τη χώρα. Κέρδισε γιατί επιχείρησε –έστω και με ελλείψεις– να προτείνει μια εναλλακτική απέναντι σε ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που «έπνεε τα λοίσθια». Για να το πούμε με άλλους όρους, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν το πρώτο βιολί μιας ορχήστρας, όχι ο τραγουδιστής που ερμηνεύει a cappella και κερδίζει τα πλήθη.

Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια, πυκνά σε πολιτικές εξελίξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να διαβεί τον μνημονιακό «Ρουβίκωνα», λίγες ώρες μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015. Το γεγονός αυτό σήμανε για ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, το αίσθημα της πολιτικής διάψευσης, το οποίο προσωποποίησε στον Αλέξη Τσίπρα. Ανεξάρτητα από το πώς ερμηνεύει κανείς εκείνη την πολιτική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2015 ο Πρωθυπουργός έχασε σημαντικό μέρος της αξιοπιστίας του. Μια αξιοπιστία που παρά τις προσπάθειες δεν κατάφερε να ανακτήσει. Το στοιχείο αυτό εντοπίστηκε, άλλωστε, και από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία επένδυσε επικοινωνιακά στο μήνυμα της «αλήθειας», παράλληλα με μια διαρκή υπενθύμιση των αναντιστοιχιών του «παλιού Τσίπρα» με τον Τσίπρα ως Πρωθυπουργό. Εν κατακλείδι, ο Πρωθυπουργός, όπως όλες οι ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, έχει μεγάλες συμπάθειες και μεγάλες αντιπάθειες. Το στοιχείο αυτό αποτυπώνεται και εκλογικά. Η εποχή που τα πλήθη κρεμόντουσαν από τα χείλη ενός πολιτικού, που τον έβλεπαν ως Μεσσία, έχει περάσει (ευτυχώς) ανεπιστρεπτί.

Η υποτίμηση της Αριστεράς

Μπορεί να φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση οξύμωρο, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνησή του και η μεγάλη πλειοψηφία των ηγετικών στελεχών, υποτίμησαν την Αριστερά. Εφάρμοσαν ένα σκληρό οικονομικό πρόγραμμα και παράλληλα επιχείρησαν να πείσουν ότι ασκούν «ταξική πολιτική». Συγκυβέρνησαν εμμονικά με τον Πάνο Καμμένο, ενέδωσαν ανεξήγητα στις πιέσεις συντηρητικών θεσμών (βλ. την υπόθεση Φίλη-Εκκλησίας), υπέγραψαν μια αντιμεταναστευτική συμφωνία με την ΕΕ και την Τουρκία, έκαναν δειλά βήματα σε κοινωνικά ζητήματα, ακόμη και σε τομείς που δεν άπτονταν του μνημονιακού πλαισίου.

Κυρίως, όμως, έδωσαν την αίσθηση ότι γρήγορα ενδύονται τον μανδύα της εξουσίας. Δεν είναι μόνο ότι άνοιξαν τις πόρτες τους σε μια σειρά από στελέχη του παλιού πολιτικού συστήματος, αυτού που, την ίδια ώρα, κατήγγειλαν με τόση ένταση. Είναι περισσότερο ότι ορισμένες φορές επέδειξαν έπαρση, κινούμενοι με άνεση σε δρόμους και λεωφόρους ξένες προς το ήθος και τις αξίες της Αριστεράς.

Το γεγονός αυτό συνοδεύτηκε, σε σημαντικό βαθμό, και από τη διάρρηξη των δεσμών του ΣΥΡΙΖΑ με κοινωνικές δυνάμεις και κινήματα, που αποτελούσαν ζωτικό στοιχείο και καταλύτη της εκλογικής ανόδου του. Πολλές φορές, μάλιστα, ένα επαυξανόμενο αίσθημα κυβερνητισμού, οδήγησε στην αντιμετώπιση αυτών των κοινωνικών δυνάμεων ως μιας «μη κρίσιμης εκλογικά μάζας» ή ως μιας δεδομένης ψήφου που υπό τον φόβο της εκλογής της Νέας Δημοκρατίας θα στήριζε έστω και κριτικά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Υποτίμηση του Κυριάκου Μητσοτάκη

Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, αρκετοί πολιτικοί αναλυτές σημείωναν ότι ο κόσμος του κόμματος έκανε «επιλογή επιστροφής στην κυβέρνηση». Στον ΣΥΡΙΖΑ, σχεδόν αμέσως, ξεκίνησε μια απόπειρα αποδόμησης του νέου αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, βασιζόμενη κυρίως στην υπόθεση της επικοινωνιακής υπεροχής του Έλληνα Πρωθυπουργού έναντι του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η εκτίμηση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διαθέτει το επικοινωνιακό εκτόπισμα του Αλέξη Τσίπρα, οδήγησε το κυβερνών κόμμα να δώσει στην πολιτική αντιπαράθεση χαρακτήρα προσωπικής μονομαχίας των δύο αρχηγών, εις βάρος της ανάπτυξης των προγραμματικών και πολιτικών θέσεων εκατέρωθεν.

Αυτή η επικοινωνιακή στρατηγική συνοδεύτηκε και από μια υπέρ-επένδυση στα θυμικά χαρακτηριστικά της ψήφου και μάλιστα με αρνητικό πρόσημο, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανακίνηση του φόβου απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας επέλασης της Δεξιάς. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ακόμα κι αν μια τέτοια στρατηγική έχει πιθανότητες να αποδώσει στο πεδίο των εθνικών εκλογών, όπου κρίνεται το ζήτημα της διακυβέρνησης, στις Ευρωεκλογές έχει περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας, καθώς η ψήφος των πολιτών καθορίζεται από άλλα κριτήρια. Σε ένα δεύτερο, βαθύτερο επίπεδο, η επικέντρωση στο επικοινωνιακό πεδίο έναντι των μεταβολών του εκλογικού σώματος, οδήγησε και σε μια παρανάγνωση της απήχησης που μπορεί να έχουν οι θέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ο μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας είναι μια ραγδαία εξελισσόμενη πραγματικότητα, η οποία δεν σταμάτησε τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία, όπως δεν σταμάτησαν οι επιπτώσεις και το βίωμα της κρίσης. Αντιθέτως, η υιοθέτηση συγκεκριμένων οικονομικών προγραμμάτων κατά την κυβερνητική τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πολύ πιθανό να έχει συμβάλει σε μια ευρεία απενοχοποίηση και νομιμοποίηση θέσεων του πολιτικού του αντιπάλου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ