Προστασία α’ κατοικίας: Μικρός ο αριθμός των επιλέξιμων δανειοληπτών
Ειδικός βάρος στις υπουργικές αποφάσεις που θα αποκρυσταλλώνουν το νέο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας δίνουν οι θεσμοί, εστιάζοντας στις προδιαγραφές της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, στην κρατική επιδότηση και στον τρόπο αποτίμησης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στα περιουσιακά κριτήρια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που έδωσε χθες στη δημοσιότητα αναγνωρίζει πως το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη είναι «μοναδικό στην περίπτωση της Ελλάδας».
Γιατί το υποστηρίζει αυτό;
Το καθεστώς καλύπτει τόσο τα δάνεια νοικοκυριών όσο και τα επιχειρηματικά δάνεια που εξασφαλίζονται με πρώτη κατοικία, ήτοι συνεπάγεται επέκταση του πεδίου προστασίας της πρώτης κατοικίας σε νέα κατηγορία δανειοληπτών που δεν καλύπτονται από τον προγενέστερο νόμο Κατσέλη (αποδέκτες επιχειρηματικών δανείων) και χωρίς να αξιολογείται η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Στη βάση αυτή, οι θεσμοί θεωρούν πως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από την άποψη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας καθώς, σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις επιπτώσεων, θα απαιτηθούν μεγαλύτερες διαγραφές χρέους σε σύγκριση με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια και, ως εκ τούτου, οι εκτιμώμενες επιπτώσεις στα τραπεζικά κεφάλαια είναι συγκριτικά σοβαρές.
Επιπλέον, εάν το καθεστώς δυσλειτουργήσει, υπάρχει κίνδυνος στο μέλλον οι τράπεζες να είναι λιγότερο πρόθυμες να χορηγήσουν δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις, σε περιπτώσεις όπου η πρώτη κατοικία χρησιμοποιείται ως ασφάλεια, με πιθανό αποτέλεσμα να επηρεαστεί δυσμενώς η δραστηριότητα εξασφαλισμένων δανειοδοτήσεων.
Οι θεσμοί πάντως θεωρούν πως η διαθεσιμότητα του νέου καθεστώτος για επιχειρηματικά δάνεια ενδέχεται να μειώσει τα κίνητρα των επιλέξιμων οφειλετών να χρησιμοποιούν το εξωδικαστικό πλαίσιο που επιτρέπει την αναδιάρθρωση πιθανών καθυστερούμενων οφειλών σε σχέση επίσης με τους φόρους και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Το πλέον δεσμευτικό κριτήριο επιλεξιμότητας είναι το μέγεθος των ανεξόφλητων δανείων, το οποίο καθορίσθηκε σε 130.000 ευρώ ανά πιστωτή για ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια και σε 100.000 ευρώ για επιχειρηματικά δάνεια, μετριάζοντας έως έναν βαθμό τους κινδύνους που συνδέονται με την εν λόγω κατηγορία δανείων.
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, το εύρος των επιλέξιμων οφειλετών με υποχρεώσεις σε περισσότερους από έναν πιστωτές αναμένεται να είναι περιορισμένο και η θέσπιση ενός ορίου ανά πιστωτή αναμένεται να απλοποιήσει την αυτόματη επεξεργασία των αιτήσεων στο πλαίσιο της πλατφόρμας.