ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Προβληματίζουν και την ΕΚΤ οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδος

Προβληματίζουν και την ΕΚΤ οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδος
Getty Images

Ο στόχος για μεσοσταθμικό πρωτογενές πλεόνασμα 2% την περίοδο 2023-2060 που αποφάσισε το Eurogroup της 15ης Ιουνίου για την Ελλάδα, φαίνεται πως δεν βρίσκει αντίθετο μόνο το ΔΝΤ, το οποίο ζητά να μειωθούν στο 1,5% οι σχετικοί στόχοι, αλλά συγκεντρώνει και ενστάσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Χθες ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αποσαφήνισε σε επιστολή του προς τον Έλληνα ευρωβουλευτή Νίκο Χουντή πως τα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που αναφέρονται στην ανακοίνωση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου δεν παρέχουν αρκετή διαύγεια για την διενέργεια μιας ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους (DSA) από την ΕΚΤ, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η ΕΚΤ υιοθετώντας τη μεθοδολογία του ΔΝΤ κατά την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους δεν εστιάζει μόνον στη δυναμική του χρέους, στο ύψος του και στη δυνατότητα επίτευξης και διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων, κάτω από διάφορα σενάρια, αλλά κοιτάζει και στο μέλλον κάνοντας προβολές για το ύψος του χρέους σε βάθος χρόνου, για τις πιθανότητες αποσταθεροποίησης του και την εξέλιξη της αβεβαιότητας που σχετίζεται με την αποπληρωμή του.

Σύμφωνα με τον ορισμό του ΔΝΤ για την αειφορία του χρέους που υιοθετεί η ΕΚΤ, το δημόσιο χρέος μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο όταν το πρωτογενές ισοζύγιο που απαιτείται για τη σταθεροποίηση του χρέους είναι οικονομικά και πολιτικά εφικτό, τόσο υπό το βασικό σενάριο, όσο και υπό το δυσμενές σενάριο, έτσι ώστε το επίπεδο του χρέους να είναι συνεπές τόσο με ένα αποδεκτά χαμηλό κίνδυνο αναχρηματοδότησης του, όσο και με τη διατήρηση της δυνητικής ανάπτυξης της οικονομίας σε ικανοποιητικό επίπεδο.

Το πιο ενδιαφέρον για την Ελλάδα κομμάτι της μεθοδολογίας των οικονομολόγων της ΕΚΤ σχετίζεται με την αξιολόγηση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων κινδύνων για τη ρευστότητα και φερεγγυότητα, που λαμβάνουν υπόψη τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (τα χρήματα που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους σε ετήσια βάση) και ένα σύνθετο δείκτη για την ευκολία αναχρηματοδότησης του χρέους. Στη βάση αυτή εξετάζεται η δομή των ωριμάνσεων του δημόσιου χρέους, τα περιθώρια για ενδεχόμενες υποχρεώσεις, η καθαρή οικονομική θέση της οικονομίας, αλλά και οι πολιτικοί κίνδυνοι.

Η σύνθετη προσέγγιση που θα χρησιμοποιήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να αξιολογήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, έχει ήδη αποτυπωθεί σε έκθεση που συντάχθηκε από επτά οικονομολόγους της κεντρικής τράπεζας, μεταξύ των οποίων ο επικεφαλής του κλιμακίου της ΕΚΤ για την Ελλάδα Φραντσέσκο Ντρούντι, ο οποίος θα βρεθεί αύριο στην Αθήνα για το συνέδριο του Economist.

Περιγράφοντας τις περιπτώσεις που το χρέος είναι ασταθές οι αναλυτές της ΕΚΤ επιστρατεύουν τη διεθνή εμπειρία και υπογραμμίζουν ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο στις εξής περιπτώσεις :

  • Όταν αυξάνονται οι πιθανότητες δημοσιονομικής κόπωσης και συγκεκριμένα όταν μια χώρα έχει για μια πενταετία πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα από το μέσον όρο της (σ. σ. η περίπτωση της Ελλάδος) ή καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα 4% κατά μέσον όρο για μια δεκαετία.
  • Όταν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση το χρέος είναι μη βιώσιμο. Το ίδιο ισχύει όταν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν το 14% του ΑΕΠ και τα ταμειακά διαθέσιμα είναι έως το 6% του ΑΕΠ.
  • Όταν η διαφορά απόδοσης του δεκαετούς κρατικού ομολόγου ξεπερνά τις 231 μονάδες βάσης σε σχέση με το γερμανικό ομόλογο αναφοράς, το χρέος αρχίζει και προβληματίζει.
  • Όταν η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας είναι μικρότερη από Ba1 η εξυπηρέτηση του χρέους καθίσταται προβληματική.
  • Όταν το βραχυπρόθεσμο χρέος που ωριμάζει ως ποσοστό του ΑΕΠ ξεπερνά το 16% τότε το χρέος είναι ασταθές.
  • Όταν το χρέος που είναι εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα ξεπερνά το 29,82% τότε το χρέος έχει πρόβλημα βιωσιμότητας.
  • Όταν το ποσοστό του χρέους που είναι σε κυμαινόμενο επιτόκιο ξεπερνά το 66% του συνολικού χρέους, τότε υφίσταται πρόβλημα.
  • Όταν η καθαρή θέση των περιουσιακών στοιχείων μιας χώρας (Net international investment position) είναι αρνητική για περισσότερο από 50%.
  • Όταν σε περίοδο τριετίας το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξάνεται κατά 9% ή περισσότερο το χρέος δέχεται πιέσεις.
  • Όταν το κόστος δανεισμού ξεπερνά το 5% για μια περίοδο τριών ετών το χρέος έχει πρόβλημα βιωσιμότητας.
  • Όταν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ξεπερνά το 4% για μια τριετία η εξυπηρέτηση του χρέους καθίσταται προβληματική.
  • Όταν για μια συνεχόμενη πενταετία οι εξαγωγές σημειώνουν συρρίκνωση κατά 6%, τότε ανακύπτει πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους.
  • Όταν το χρέος ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ τότε έχει περάσει στο «κόκκινο».
  • Όταν το χρέος έχει συνεχώς ανοδική πορεία για περισσότερα από τρία έτη καθίσταται ασταθές.

Να σημειωθεί πως η ΕΚΤ, όταν έχει διαθέσιμα τα δεδομένα που χρειάζεται, θα καταρτίσει δική της έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από την οποία θα εξαρτηθεί εν πολλοίς το εάν η Ελλάδα θα μετάσχει ή όχι στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ