ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

100 χρόνια Μίκης: Η απόπειρα απαγωγής, ο πόλεμος, η φυλακή, ο Ελύτης – με τα δικά του λόγια

100 χρόνια Μίκης: Η απόπειρα απαγωγής, ο πόλεμος, η φυλακή, ο Ελύτης – με τα δικά του λόγια

Ο Μίκης Θεοδωράκης στο δώμα του σπιτιού του στην οδό Επιφάνους, τη δεκαετία του 1990

Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη / mikistheodorakis.gr

Σταθμοί της ζωής του μεγάλου μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1925, μέσα από αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του στους τόμους «Άξιος Εστί», «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» και σε συνεντεύξεις του.

Απόπειρα απαγωγής στη Μυτιλήνη

Ήταν πραγματικά μία ζωή παραδεισένια, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν το πρωί, από το μεσημέρι όμως ήταν στη θάλασσα, και μετά κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα. Ξυπνάγαμε, πηγαίναμε εκδρομές, – ήταν ένας φάρος εκεί κοντά – και το βράδυ πάλι φαΐ και χορός μέχρι αργά... Τότε διασκεδάζαμε πραγματικά. Και ένα άλλο πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για μένα ήταν το ότι το βράδυ κοιμόμαστε στρωματσάδα έξω, κοντά στη θάλασσα. Γι’ αυτό ξυπνάγαμε το πρωί και πηγαίναμε κατευθείαν στη θάλασσα, όλοι μαζί, περίπου τριάντα άνθρωποι. Εκεί κοντά στη θάλασσα ο πατέρας μου, το βράδυ, όταν ήταν έναστρος ο ουρανός, άρχιζε να μου μιλάει για τα ουράνια σώματα. Τα ήξερε κάπως, μπορούσε να τα διακρίνει... Θυμάμαι, μου έλεγε: «Αυτός είναι ο Σείριος, εκεί είναι η Αφροδίτη»... Αυτά με εντυπωσίαζαν πάρα πολύ και, αν κατέληξα κάποτε στον νόμο της Παγκόσμιας Aρμονίας, είναι γιατί τότε με εντυπωσίασε αυτό. Φαίνεται στην παιδική ψυχή έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο...

Επίσης, εκείνη την εποχή στην Αμερική είχε γίνει η περίφημη απαγωγή του γιου του Λίντμπεργκ. Ο Λίντμπεργκ ήταν ο πιλότος ο οποίος πέρασε πρώτη φορά τον Ατλαντικό και έγινε ο μεγαλύτερος ήρωας της εποχής. Είχε ένα παιδί πέντε χρόνων· το απήγαγαν και το σκότωσαν. Αυτό πάγωσε όλη την ανθρωπότητα. Έβαλε όμως και ιδέες στους ληστές, και έτσι οι ληστές της Μυτιλήνης αποφάσισαν να απαγάγουν εμένα!

Mikis Theodorakis goneis aderfos

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τους γονείς του και τον αδελφό του στο πατρικό του σπίτι στον Γαλατά Χανίων στις αρχές της δεκαετίας του 1950

Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη / mikistheodorakis.gr

Είχαμε το μοναδικό αυτοκίνητο, ένα Φορντάκι, και πήγαμε μία εκδρομή στα βουνά έξω από τη Μυτιλήνη. Όταν γυρίζαμε, εμφανίστηκαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι είχαν βάψει τα πρόσωπά τους με κάρβουνο, ήταν μαύροι. Μόλις τους είδε η θεία μου η Ερωφίλη, η αδερφή της γιαγιάς μου, που ήταν καθηγήτρια, πρόλαβε και με έκρυψε κάτω απ’ τα φουστάνια της!

Αυτοί ήρθαν και ψάχνανε, δεν με βρήκαν και άρχισαν να παίρνουν κοσμήματα και λεφτά... Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο σοφέρ είχε το θάρρος να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο και οι κακοποιοί τον τραυμάτισαν. Αυτός, τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει στη Μυτιλήνη. Αργότερα τους δίκασαν. Φαίνεται τους χτυπούσαν πολύ, ήταν πολύ άγρια τα πράγματα. Θυμάμαι τη δίκη τους. Ήταν πολύ τραυματική εμπειρία.

(«Αξιος Εστί», τόμος ΙΙΙ, Γεώργιος Π. Μαλούχος, εκδ. Π. Κυριακίδη, 2010)

«Μπήκαμε στο τρένο για να πάμε να πολεμήσουμε»

Μετά τον τορπιλισμό του «Έλλη» την 15η Αυγούστου του 1940 στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο, ο πατριωτισμός μας ανέβηκε στα ύψη. Με το Όχι ο ελληνικός λαός, ενωμένος σε μια γροθιά, όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά πανηγύρισε και – το πιο σπουδαίο – πίστεψε στη νίκη, πράγμα που έγινε τελικά. Εγώ την εποχή εκείνη ήμουν μαθητής της Δ' Τάξης Γυμνασίου στην Τρίπολη Αρκαδίας. Στο γυμνάσιό μας έγινε μια τελετή, στην οποία κάποιος καθηγητής μάς μίλησε για την ελληνική ιστορία, πράγμα που μας έδωσε μεγάλο θάρρος. Σε λίγο καιρό άρχισαν να φτάνουν από τα χωριά και να πηγαίνουν στον σιδηροδρομικό σταθμό οι επιστρατευμένοι. Πολλές φορές τούς συνόδευαν μέλη της οικογένειάς τους. Έτσι είδα και άκουσα νέα παιδιά να αποχαιρετούν τη μάνα τους και εκείνη να τους απαντά «Με τη νίκη!». Αυτό το γεγονός οδήγησε κι εμένα και τους φίλους μου στο γυμνάσιο να μπούμε στο τρένο για να πάμε να πολεμήσουμε. Ο κόσμος τραγουδούσε, χόρευε, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο μέσα στον δρόμο. Κι εμείς μπήκαμε στο τρένο κρυφά από τους δικούς μας. Όμως οι γονείς μας, με τη βοήθεια της Χωροφυλακής, μας έπιασαν στη Λάρισα και μας γύρισαν πίσω. Εγώ θύμωσα πολύ με τον πατέρα μου, γιατί με σταμάτησε, ενώ ο ίδιος σε ηλικία 16 ετών τραυματίστηκε στην Ήπειρο, στο Μπιζάνι, όπου πολέμησε ως εθελοντής. Τον ρώτησα λοιπόν για ποιο λόγο με εμπόδισε να κάνω αυτό που είχε κάνει ο ίδιος. Και βέβαια το μόνο που βρήκε να μου πει ήταν ότι εκείνος τότε ήταν 16 ετών, άρα… έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα! Τότε κι εγώ του ανακοίνωσα ότι μετά το γεγονός αυτό δεν μπορούσα πλέον να ζω κάτω από την ίδια στέγη μαζί του. Έφυγα από το σπίτι και εντάχθηκα στην Αεράμυνα, γιατί στο μεταξύ άρχισαν να βομβαρδίζουν την πόλη οι Ιταλοί».

(Αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» για το πού βρισκόταν την 28η Οκτωβρίου 1940. Δημοσιεύτηκε στις 24 Οκτωβρίου 2020)

Mikis Theodorakis stratiotis 1951

Στρατιώτης το 1951 στο πλοίο με τη Μυρτώ, την οποία παντρεύτηκε δύο χρόνια μετά

Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη / mikistheodorakis.gr

Με τον Οδυσσέα Ελύτη στο καφέ του Λουμίδη

Όλη η ιντελιγκέτσια πήγαινε στο καφέ του Λουμίδη νωρίς, στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος (…) Εκεί λοιπόν έπινα τον καφέ μου και ήρθε και με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίο ήξερα. Μου λέει: «Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Άξιον Εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας...». Σε λίγες μέρες ο ταχυδρόμος μου έφερε το βιβλίο του, το οποίο καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μια εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του δοξαστικού. (…)

(«Αξιος Εστί», τόμος ΙΙ, Γεώργιος Π. Μαλούχος, εκδ. Π. Κυριακίδη, 2010)

Παλεύοντας με το «Άξιον Εστί»

Τους μελοποίησα [τους στίχους] αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε εκείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Να κάνω ένα έργο για τις συναυλίες πάλι, ορχήστρες και λοιπά, ή έπρεπε να κάνω ένα έργο λαϊκό; (…) Οπωσδήποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω μέσα και συμφωνική ορχήστρα και χωρωδία και λόγιο τραγουδιστή. Όλα αυτά έπρεπε να τα συνδυάσω, ήταν τελείως πρωτόγνωρα.

Έπρεπε να βρω μια ισορροπία, ώστε το έργο αυτό να μην είναι μακριά από την ευαισθησία του κόσμου. Ήξερα ότι ο κόσμος είναι ανώριμος ακόμη στον συμφωνικό ήχο, όπως και στον χορωδιακό, ότι ήθελε λαϊκά όργανα, λαϊκή φωνή. (…)

Ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία.

(Από τις σημειώσεις για το «Άξιον Εστί» στο mikistheodorakis.gr)

Mikis Theodorakis premiera Aksion Esti 1964

Από αριστερά: Θεόδωρος Δημήτριεφ, Οδυσσέας Ελύτης, Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Κατράκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης στην πρεμιέρα του «Αξιον Εστί», 19 Οκτωβρίου 1964 στο Θέατρο REX

Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη / mikistheodorakis.gr

Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ στη φυλακή

Ήρθε ένας άλλος αστυνομικός, ο Παναγιώτης ο Αγγελάκος, ο οποίος κατόπιν προήχθη και ήταν ο ανακριτής και του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη. Αυτός ο Αγγελάκος όμως ήταν μια ειδική περίπτωση. Ήταν παθιασμένος με την κλασική μουσική, πραγματικά παθιασμένος! Μου λέει, λοιπόν, όταν με πήγαν στο γραφείο του: «Bλέπω ότι είσαι μουσικός».

«Nαι».

«Εγώ», λέει, «θα σου πω – όπως είπε και ο Γκαίτε – φτάνω μέχρι τον Μότσαρτ, ο Μπετόβεν με ενοχλεί».

Aυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μας. Εμείς οι δεκατρείς ήμαστε «μπετόν αρμέ». Όταν ήρθε ο Αγγελάκος, άρχισε ένα άλλο σύστημα. Έφερνε τις γυναίκες και τα παιδιά των κρατουμένων, κι άρχιζε ένα ψηστήρι... και έτσι ένας ένας έκαναν δήλωση και τελικά μείναμε τρεις. Έμεινε ο Ελευθεριάδης ο Γιώργος, ο οποίος ήταν ο πρώην δήμαρχος («κόκκινος») της Νέας Σμύρνης, και ήταν και ένας Περικλής, πρώην χωροφύλακας, που ήταν πολύ φανατικός κομμουνιστής. Και οι τρεις μας τελικά μείναμε εκεί, οι άλλοι δέκα υπογράψανε....Τότε λοιπόν εμείς ετοιμαζόμαστε να κάνουμε το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Oπότε, μέσα στο κελί, άρχισα να τους τραγουδάω το «Λακριμόζα»... Κοντολογίς, άρχισα να τραγουδάω το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ γι’ αυτούς τους δεκατρείς, πριν ακόμη φύγουν. Δηλαδή κρατούσε το Ρέκβιεμ βρες πόσες ώρες...

Τέσσερις φορές πιο πολύ. Και δεν ήθελαν τίποτ’ άλλο οι κρατούμενοι, παρά μόνο το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, τίποτ’ άλλο. Ξεκίναγα από το πρωί, μου είχε φύγει πλέον το λαρύγγι. «Πες μας το Ρέκβιεμ. Πες μας του Μότσαρτ, πες μας...». Οπότε, λοιπόν, μια μέρα, την ώρα που τραγουδούσα, χτυπάει η πόρτα. Χτύπησαν την πόρτα, για να μπουν ευγενικά μέσα.

Aνοίγει το κελί και μπαίνει ένας αστυνόμος. Σταματήσαμε εμείς. «Συνεχίστε», μας λέει. «Μήπως μπορώ να παρακολουθήσω κι εγώ;».

(«Αξιος Εστί», τόμος Ι, Γεώργιος Π. Μαλούχος, εκδ. Π. Κυριακίδη, 2010)

Mikis Theodorakis paidia sizigos 1968

Με τα παιδιά του, Μαργαρίτα και Γιώργο, και τη σύζυγό του, Μυρτώ, στο σπίτι τους στη Νέα Σμύρνη την ημέρα της απελευθέρωσής του από τις φυλακές Αβέρωφ, Ιανουάριος 1968

Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη / mikistheodorakis.gr

Με οδηγούς τον Παλαμά και τον Σολωμό

Έχοντας στη μια τσέπη τον Καβάφη και στην άλλη τον Μπραμς, θα μοιραζόμουνα παρανομίες, μάχες, φυλακές και εξορίες, με τον μικροπωλητή, τον υδραυλικό, τον σκαφτιά, τον ψαρά, που δεν είχαν φανταστεί την ύπαρξή τους. Ζωή παρανοϊκή σίγουρα. Βρήκα όμως δυο δασκάλους. Δύο Έλληνες. Τα μεγαλύτερα μυαλά, για να με οδηγήσουν: τον Κωστή Παλαμά και τον Διονύσιο Σολωμό.... Διάβασα, όπως έπρεπε, στον καιρό μου τον Νίτσε. Ιδιαίτερα τη Γέννηση της τραγωδίας, που με δίδαξε πολλά. Όμως, αυτό που χοντρικά και εύκολα οι πιο πολλοί αποκαλούν νιτσεϊκό πνεύμα εγώ το βρήκα πρώτα στον εαυτό μου – που είχε ανάγκη να αυτοϋμνηθεί για να επιζήσει – και στη συνέχεια το διδάχτηκα από τον Παλαμά: «Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ είμαι. Μες στης φυλακής τους διαλεχτούς είμαι ο διαλεχτός εγώ του φυλακιστή (...). Μόνος και ψηλά. Χαμήλωσε και λαός με το λαό γίνε. Να κι οι ανθοί (...) οι ευκολοθέριστοι στ' άγριο τ' άλογό σου εμπρός οι ξεψυχιστοί στέφανα του γάμου σου ας γενούν με την άσκημη Ζωή με όλων τη ζωή (...). Και είναι τ' άστρο η σκλάβα κι η άσκημη κι η γυναίκα σου η Ζωή, και όλων η ζωή. Ξένε, και μ' αυτή ξανά καβαλλάρης ν' ανεβείς, τ' άσπρο σου άτι εσύ, ν' αστραποδιαβαίνεις και λαός το κατόπι σου Ωσαννά να σκορπάει βοή (τρισωιμέ και τρισαλλοί..., 1899)».

(«Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», τόμος Β, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009)