ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

The Housemaid: Η Σίντνεϊ Σουίνι στο πιο απολαυστικό «camp» θρίλερ της χρονιάς

The Housemaid: Η Σίντνεϊ Σουίνι στο πιο απολαυστικό «camp» θρίλερ της χρονιάς

Από την ταινία.

Lionsgate

Ο Πολ Φέιγκ μεταφέρει το best seller της Φρίντα ΜακΦάντεν στη μεγάλη οθόνη με στιλ, υπερβολή και κινηματογραφικά κλεισίματα του ματιού, παραδίδοντας ένα θρίλερ που δεν φοβάται να είναι «too much».

Ο Πολ Φέιγκ έχει εξελιχθεί αθόρυβα σε έναν από τους πιο σταθερούς σύγχρονους εκφραστές του camp κινηματογράφου — εκείνου του είδους που, όπως έγραφε η Σούζαν Σόνταγκ, παίρνει τον εαυτό του σοβαρά, αλλά καταλήγει απολαυστικά υπερβολικό. Μετά το A Simple Favor και τη συνέχειά του, ο Φέιγκ επιστρέφει στο γυναικείο θρίλερ με το The Housemaid, μια κινηματογραφική μεταφορά του δημοφιλούς μυθιστορήματος της Φρίντα ΜακΦάντεν, που ισορροπεί ανάμεσα στο pulp σασπένς και την ειρωνική αυτογνωσία.

Η ιστορία ακολουθεί τη Μίλι Κάλογουεϊ (Σίντνεϊ Σουίνι), μια νεαρή γυναίκα που πιάνει δουλειά ως εσωτερική οικιακή βοηθός σε μια πολυτελή έπαυλη στο Λονγκ Άιλαντ. Εκεί την υποδέχεται η Νίνα Γουίντσεστερ (Αμάντα Σέιφριντ), μια γυναίκα με ευγενικό χαμόγελο, λεπτές κοινωνικές εμμονές και μια αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Ο σύζυγός της, Άντριου (Μπράντον Σκλέναρ), παραμένει διακριτικά στο περιθώριο, ενώ η έφηβη κόρη τους κινείται μεταξύ ψυχρότητας και μυστηρίου.

Όσο η Μίλι προσπαθεί να προσαρμοστεί, η καθημερινότητα μετατρέπεται σε ψυχολογικό λαβύρινθο: ξεσπάσματα, συναισθηματική κακοποίηση, μισές αλήθειες και πόρτες που κλειδώνουν απ’ έξω. Ο Φέιγκ δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη λογική συνοχή της πλοκής — άλλωστε το βιβλίο λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός ανατροπών — όσο για το να στρέψει το βλέμμα στο υποκριτικό ενδιαφέρον της κοινωνίας γύρω από την ψυχική υγεία των γυναικών, που συχνά αντιμετωπίζεται σαν κουτσομπολιό υψηλής αισθητικής.

Οι κινηματογραφικές αναφορές είναι σαφείς αλλά όχι βαριές: Rebecca και Vertigo πλανώνται στο φόντο, περισσότερο ως αίσθηση παρά ως ευθεία μίμηση. Η φωτογραφία του Τζον Σβάρτσμαν, με το φως του φεγγαριού να «αγιοποιεί» τις πρωταγωνίστριες, ανεβάζει αισθητικά την ταινία πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο των σύγχρονων streaming θρίλερ.

Η Σίντνεϊ Σουίνι αξιοποιεί τη γνώριμη αποστασιοποιημένη της ενέργεια για να χτίσει μια ηρωίδα μόνιμα σε άμυνα. Όμως το πραγματικό ατού της ταινίας είναι η Αμάντα Σέιφριντ. Με εντυπωσιακή ακρίβεια, μετακινείται ανάμεσα στη mean girl, τη χειριστική σύζυγο και τη γυναίκα-θύμα, κρατώντας τον θεατή διαρκώς σε αβεβαιότητα για το αν αποδομεί ή αναπαράγει το στερεότυπο της «τρελής γυναίκας».

Το The Housemaid μπορεί να μην είναι ένα «μεγάλο» φιλμ, αλλά είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται: ένα camp θρίλερ που ξέρει πότε να σοβαρεύεται και πότε να απολαμβάνει την υπερβολή του. Και αυτή η ισορροπία το καθιστά απρόσμενα εθιστικό.