Χάρης Ρώμας: Ένα reboot «Κωνσταντίνου και Ελένης» μού φαίνεται σαν ξαναζεσταμένο φαγητό
Ο Χάρης Ρώμας μιλάει στο CNN Greece.
GIANNIS DIMITROPOULOS/CNN GREECE«Αν εγκατέλειπα την τέχνη, θα είχα χάσει την ισορροπία μου και τον στόχο μου σαν άνθρωπος. Ο στόχος μου ήταν πάντα αυτός: να κάνω τους ανθρώπους ευτυχισμένους»: ο Χάρης Ρώμας μιλά στο «Επί Σκηνής» του CNN Greece για την κωμωδία ως στάση ζωής, την πολιτική, τα επιτυχημένα σίριαλ που έχει στο ενεργητικό του, το θέατρο και την άποψή του για ενδεχόμενα reboot ή reunion αγαπημένων σειρών, όπως το «Κωνσταντίνου και Ελένης».
Στη συνέντευξή του, που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη νέα του θεατρική παράσταση «Η Πριγκίπισσα των Αγίων Σαράντα», ο Χάρης Ρώμας «φωτίζει» -με την ευθύτητα που τον χαρακτηρίζει- τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την κωμωδία, την κοινωνία και τον ρόλο του δημιουργού σήμερα.

Ο Χάρης Ρώμας μιλάει στο CNN Greece.
GIANNIS DIMITROPOULOS/CNN GREECEΓια τον ίδιο, η κωμωδία δεν είναι απλώς είδος, αλλά δοκιμασία:
«Το πιο σκληρό είδος θεάματος είναι αυτό στο οποίο αυταπόδεικτα, αυτοστιγμή, ανταμείβεσαι ή όχι – ή γελάνε ή δεν γελάνε», σημειώνει, εξηγώντας γιατί στην Πριγκίπισσα των Αγίων Σαράντα επέλεξε μια αυστηρά δομημένη φάρσα που «ξεκινά από μια βάση που θα μπορούσε να είναι και δραματική».
Την ίδια στιγμή, υπερασπίζεται ανοιχτά την ανάγκη για σύγχρονη ελληνική γραφή, τονίζοντας πως:
«Δεν πρέπει να χαθεί αυτό και να παίρνουμε συνέχεια ξένο υλικό, δοκιμασμένο σε μεγαλύτερες αγορές», ενώ δηλώνει ότι θεωρεί προσωπική του ευθύνη να δημιουργεί έργα που συνομιλούν με την πραγματικότητα της χώρας.
Και όταν η κουβέντα φτάνει στις τηλεοπτικές του δημιουργίες, ο ίδιος βάζει σαφή όρια για το αν θα δούμε μία επανένωση σύντομα: το «Κωνσταντίνου και Ελένης» παραμένει ζωντανό ακριβώς γιατί δεν «ξαναζεστάθηκε», όπως λέει χαρακτηριστικά, ενώ υπογραμμίζει ότι δεν θα θυσίαζε ποτέ τη φρεσκάδα μιας δουλειάς για καθαρά οικονομικούς λόγους.
«Δεν το σκέφτομαι να το κάνω. Ούτε εγώ, πιστεύω, ούτε η Ελένη, με την οποία έχω πλέον πολύ καλή σχέση. [...]. Αλλά για να μην χαλάσει όλη αυτή η φρεσκάδα, ή τέλος πάντων τα πρωτογενή συστατικά που το έκαναν τόσο πετυχημένο, δεν θέλω να βγούμε τώρα σαν "μπαγιατούρες" να μιμηθούμε τους παλιούς μας εαυτούς. Δεν έχω αυτή την έμπνευση. Το μόνο σίγουρο κέρδος από το να το ξανακάναμε θα ήταν οικονομικό, γιατί είμαστε όλοι ενεργοί: η Ελένη σκίζει στο θέατρο —σκίζει και το δικό μου θέατρο— εγώ θα κάνω πιθανώς νέα σειρά, ίσως και η Ελένη, τα υπόλοιπα παιδιά επίσης. Έχουμε συζητήσει όλοι να ξανασυνεργαστούμε, αλλά σε άλλα project. Αυτό, όμως, μου φαίνεται σαν ξαναζεσταμένο φαγητό. Και μάλιστα για μια σειρά τόσο αγαπητή και τόσο πετυχημένη, γιατί να ρισκάρεις να χαλάσεις αυτή την εικόνα; Ένας θα ήταν ο μόνος λόγος: τα χρήματα. Και πρέπει να σου πω ότι μας τα προσφέρουν με τις σέσουλες για να το κάνουμε, σε δύσκολες και σε λιγότερο δύσκολες εποχές».
Ο Χάρης Ρώμας μάς μίλησε για την τεράστια απήχηση του σίριαλ Κωνσταντίνου και Ελένης που ακόμη και σήμερα κάνει επιτυχία και νούμερα:
«Και εγώ ήμουν ένα παράδειγμα —ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα στη χώρα— αυτού του είδους ρόλων, γιατί πάντα έπαιζα τον αντιπαθητικό, τον ξινό κ.λπ. Αυτό ήταν πολύ τυπικό στο "Κωνσταντίνου και Ελένης", στον ρόλο του Κατακουζηνού. Εκεί τα δώσαμε όλα, και η Ελένη ως γκαρσόνα. Διάβασα και πολλές κριτικές και αναλύσεις που μιλούν για το πώς η σειρά αποτελεί κομμάτι της pop κουλτούρας της χώρας μας. Κάτι που περνάει από γενιά σε γενιά. Βλέπεις παιδιά 15 και 16 χρονών να έχουν ψευδώνυμα στα social όπως "ταπεινό χαμομυλάκι" ή "Κατακουζίνα". Βλέπεις να ανοίγουν εστιατόρια, 25 χρόνια μετά τη σειρά, που λέγονται "Κατακουζίνα". Υπάρχει και ζαχαροπλαστείο "Κωνσταντίνου και Ελένης", δεν ξέρω αν έχεις πάει, όπου το έχουν χωρίσει στη μέση όπως ήταν το σαλόνι τους, με γλυκά εμπνευσμένα από το Βυζάντιο, τα "σιρόπια της γκαρσόνας" και διάφορα τέτοια».
Μιλώντας για τις μεγάλες ημέρες της κωμωδίας στο θέατρο ο Χάρης Ρώμας θυμάται ένα ξεκαρδιστικό συμβάν:
«Και τότε πάλι η Μάγια Λυμπεροπούλου είχε πει, σε μια ερώτηση της Μπήλιως Τσουκαλά στην τηλεόραση, για το πόσο πολύ αγαπάει ο κόσμος το δύσκολο και αληθινά ωραίο θέατρο, τον πνευματώδη διάλογο, τα βαθιά μηνύματα, τον δύσκολο λόγο. Και της λέει η Λυμπεροπούλου: ''Δεν ξέρω, αγάπη μου, πόσο πολύ τον αγαπάνε. Κάθε μέρα πάντως, στην πρώτη σειρά κοιμούνται. Διότι τους φέρνουν οι γυναίκες τους, που έχουν διαβάσει ότι αυτό πρέπει να το δεις''».

Ο Χάρης Ρώμας μιλάει στο CNN Greece.
GIANNIS DIMITROPOULOS/CNN GREECEΑναφερόμενος στη διαδρομή του στην αυτοδιοίκηση, ο Ρώμας δεν ωραιοποιεί την εμπειρία του:
«Αυτό είναι που με έχει απογοητεύσει στην πολιτική: ότι δεν λειτουργεί αξιοκρατικά. Πραγματικά αξιοκρατικά. Και σε αυτό δεν φταίνε μόνο οι πολιτικοί – φταίει και ο κόσμος που τους ψηφίζει για ρουσφέτια και μετά τους βρίζει».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη με τον Χάρη Ρώμα:
Η υπόθεση της «Πριγκίπισσας των Αγίων Σαράντα!» βασίζεται σε ένα μη αναμενόμενο ψέμα που πυροδοτεί πολλές ανατροπές· πώς διατηρείτε ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση όταν γράφετε και σκηνοθετείτε μια κωμωδία με βαθύτερα ανθρώπινα ζητήματα;
Χάρης Ρώμας: Το πιο σκληρό είδος θεάματος είναι αυτό στο οποίο αυταπόδεικτα, αυτοστιγμή, ανταμείβεσαι ή όχι. Και αυτό είναι η κωμωδία. Ή γελάνε ή δεν γελάνε. Στο δράμα, θυμάμαι κάποτε παίζαμε με μια πολύ σημαντική ηθοποιό μας — δεν θέλω να πω το όνομά της τώρα — παίζαμε ένα δράμα. Εγώ έχω παίξει λίγα σχετικά δράματα. Γλάρωνε το μάτι της, θυμάμαι, ξέρεις… δεν θέλω να πω το όνομά της τώρα. Στο τέλος μου λέει: «Τους έχουμε καθηλώσει». Της λέω: «Κοιμούνται κανονικά στην πρώτη σειρά, ένας ροχαλίζει κιόλας».
Τι θέλω να πω με αυτό; Ότι έχει συμβεί και στις καλύτερες οικογένειες. Θυμάμαι τη σπουδαία Μάγια Λυμπεροπούλου, που τα έλεγε έξω από τα δόντια. Όταν ήταν μόδα ο Λευτέρης Βογιατζής — ο σπουδαίος Λευτέρης Βογιατζής — και οι σπουδαίες ενώθηκαν μαζί, Μπέττυ Αρβανίτη, Μάγια Λυμπεροπούλου και Ρένη Πιττακή, έπαιζαν τις «Δούλες» του Ζενέ. Δύσκολο έργο, πολύ δύσκολο. Και ο κόσμος, οι θεατρόφιλοι, πίστεψαν ότι είναι υποχρέωσή τους να πάνε να το δουν.
Και τότε πάλι η Μάγια Λυμπεροπούλου είχε πει, σε μια ερώτηση της Μπήλιως Τσουκαλά στην τηλεόραση, για το πόσο πολύ αγαπάει ο κόσμος το δύσκολο και αληθινά ωραίο θέατρο, τον πνευματώδη διάλογο, τα βαθιά μηνύματα, τον δύσκολο λόγο. Και της λέει η Λυμπεροπούλου: «Δεν ξέρω, αγάπη μου, πόσο πολύ τον αγαπάνε. Κάθε μέρα πάντως, στην πρώτη σειρά κοιμούνται. Διότι τους φέρνουν οι γυναίκες τους, που έχουν διαβάσει ότι αυτό πρέπει να το δεις».
Στην κωμωδία, για να φτάσουμε στο θέμα μας και στην Πριγκίπισσα των Αγίων Σαράντα, δεν ισχύει αυτό, αγαπημένε φίλε. Ή γελάς ή δεν γελάς. Εδώ ζούμε αυτό το πολύ σημαντικό για την καριέρα των ηθοποιών: όσες επιτυχίες και να έχεις κάνει, ειδικά για τους νεότερους που παίζουν μαζί μας, είναι πολύ ευχάριστο — και, όπως μου λένε, ένα μεγάλο σοκ — να βλέπουν ότι με δικά τους αστεία, με δικές τους σκηνές, γιατί έτσι έχουν γραφτεί — έχουν γραφτεί δηλαδή για να προμοτάρουμε όλους τους ρόλους του έργου, αλλά βέβαια τους παίζουν και οι κατάλληλοι άνθρωποι — βλέπεις νέους ανθρώπους να βγάζουν αβίαστα γέλιο από τον κόσμο.
Και μάλιστα όχι σαν τους κλασικούς κωμικούς με την έννοια της καρικατούρας. Ο Αμούτζας και η Κατερίνα Νικολοπούλου βγάζουν άφθονο γέλιο και χειροκρότημα, και οι δύο. Και ο Αλέξανδρος Θεοδωρόπουλος, ένα νέο παιδί που κάνει τον γιο της οικογένειας. Με αυτούς χαίρομαι ακόμη περισσότερο.

Από την παράσταση «Η Πριγκίπισσα των Αγίων Σαράντα!».
Εννοείται ότι είμαι περήφανος για τη Σοφία Παυλίδου, που κάνει μια υπέρβαση. Παίζει έναν κεντρικό ρόλο που ισορροπεί και το πικρό στοιχείο, δηλαδή της γυναίκας που αποφασίζει να σταθεί στα πόδια της μόνη της, στα 50 της, ας πούμε. Παίρνει την απόφαση να πατήσει μόνη της γερά στα πόδια της, χωρίς το δεκανίκι του συζύγου, αποτινάσσοντας το — γιατί το έργο έχει και αυτό το υπόβαθρο — απαντώ σε όλες τις ερωτήσεις μαζί τώρα, σε σχέση με τα μηνύματα που περνάει και με το πώς ισορροπεί το πικρό με την κωμωδία.
Ναι, είναι φαρσικό το στοιχείο. Φρόντισα να είναι κλασική φάρσα και δομημένη. Νομίζω ότι είναι η καλύτερη φάρσα που έχω δομήσει. Με έναν τρόπο που θα το ζήλευε, πιστεύω, και ο περίφημος Κούνεϊ.
Γίνεται με έναν τρόπο πολύ δικό μας, πολύ δικό μου. Και γι’ αυτό αισθάνομαι ότι χάρηκα που διάβασα στο Αθηνόραμα ότι γράφτηκε ένα νεοελληνικό έργο, άλλο ένα νεοελληνικό έργο που βρίσκει τον δρόμο του στις καρδιές των θεατών.
Είναι απαραίτητο να γράφω νεοελληνικά έργα. Το λέω και στους μαθητές μου. Θέλω να βλέπουν νέους ανθρώπους να γράφουν. Δεν πρέπει να χαθεί αυτό και να παίρνουμε συνέχεια ξένο υλικό, δοκιμασμένο σε μεγαλύτερες αγορές, και να το φέρνουμε εδώ. Είναι μεγάλη ικανοποίηση η επιτυχία αυτή της παράστασης.
Υπάρχει αυτό το φαρσικό στοιχείο, υπάρχει. Εγώ πάντα — και με την Άννα Χατζησοφιά στα τηλεοπτικά μας σενάρια — ξεκινάμε από μια βάση που θα μπορούσε να είναι και δραματική. Δηλαδή εδώ, η Αλβανή που αναγκάζεται πότε να λέει ότι είναι Βορειοηπειρώτισσα στην αρχή και πότε ότι είναι πριγκίπισσα της Αλβανίας, γιατί έχει υποστεί στην πορεία μπούλινγκ ή γιατί θέλουν να εντυπωσιάσουν κάποιον, έτσι είναι και το θέμα του έργου. Της πουλάνε το παραμύθι ότι είναι η μοναδική απόγονος της αλβανικής βασιλικής οικογένειας, η οποία — παρεμπιπτόντως πρέπει να σου πω ότι είχα κάνει έρευνα πριν το γράψω — υπήρξε όντως βασιλιάς στην Αλβανία για λίγα χρόνια.
Και πάνω σε αυτό, αντλώντας από αυτό το γεγονός, αποφάσισα να παρουσιάσω μια αλβανική βασιλική οικογένεια που είναι «μούφα», φυσικά. Και αυτό δημιουργεί σειρά από φαρσικά επεισόδια επί σκηνής, που τον κόσμο τον κάνουν να ξεκαρδίζεται.
Παράλληλα όμως, μέσα από τον ρόλο της Σοφίας και με καταλύτες εμάς — εγώ είμαι ο καταλύτης του έργου — είμαι αυτός ο ξένος, πλούσιος λόρδος που θέλουν να τον εντυπωσιάσουν, γιατί είναι και βασιλόφρων, αλλά που την ερωτεύεται στην πορεία, αν και είναι παντρεμένη, και λειτουργώ ως καταλύτης. Όμως η Σοφία έχει αυτό το επίπεδο, το βαθιά ανθρώπινο, της πριγκίπισσας.
Αυτό που λέει ότι ο κάθε άνθρωπος κρύβει έναν πρίγκιπα και μια πριγκίπισσα μέσα του. Και δεν είναι να γεννηθείς με στέμμα, με τίτλο, με ακριβά δαχτυλίδια, με ακριβά ρούχα, αλλά να σε αντιμετωπίσει ο άλλος σαν να είσαι μια σημαντική προσωπικότητα. Ο άνθρωπος που σε αγαπάει ή οι άνθρωποι με τους οποίους συνδιαλέγεσαι. Αυτό είναι και το έργο τελικά. Και προσπαθούμε να απελευθερώσει και ο θεατής τον πρίγκιπα ή την πριγκίπισσα που όλοι κρύβουμε μέσα μας.

Ο Χάρης Ρώμας μιλάει στο CNN Greece.
GIANNIS DIMITROPOULOS/CNN GREECEΤα τελευταία χρόνια έχετε κάνει ένα σαφές και δημόσιο βήμα στην πολιτική, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε από τη σκηνή και το πλατό στη δημόσια διοίκηση και πώς συνυπάρχουν μέσα σας σήμερα ο καλλιτέχνης και ο πολιτικός; Υπάρχει κάτι που σας απογοήτευσε ή, αντίθετα, σας εξέπληξε θετικά σε αυτή τη διαδρομή;
Χάρης Ρώμας: Η αλήθεια είναι ότι ασχολούμαι ακόμη με την αυτοδιοίκηση, με αυτό το κομμάτι της πολιτικής. Είναι πολιτική, γιατί δημιουργείς πολιτική στον δήμο σου ή στην περιφέρεια. Εγώ ήμουν αντιπεριφερειάρχης Πολιτισμού και Αθλητισμού ένα διάστημα, και μάλιστα σε θέση αναβαθμισμένη. Δηλαδή μπορώ να πω ότι δεν ήταν διακοσμητική, γιατί ακούω και άλλα που συμβαίνουν· έχει να κάνει με το πώς αποφασίζει ο επικεφαλής να χρησιμοποιήσει τους συνεργάτες του.
Εγώ με τον Πατούλη ήμασταν συμφοιτητές στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γι’ αυτό έμπλεξα με την πολιτική: γιατί είμαστε συμφοιτητές, συνομήλικοι και φίλοι. Εντάξει, είχαμε χαθεί για πολλά χρόνια, αλλά τον ξέρω από τότε που η Μαρίνα, η πρώην σύζυγός του, ήταν καστανή, δηλαδή πριν γίνει αυτό το εντυπωσιακό ξανθό. Τον ξέρω από τότε που ήμασταν παιδάκια.
Με βρήκε, λοιπόν, όταν είχα κάνει κι εγώ μεγάλη απήχηση στον κόσμο μέσω της δουλειάς μου, για να τον βοηθήσω στην εκλογή του ως περιφερειάρχη. Ήταν δήμαρχος Αμαρουσίου για πολλά χρόνια, πετυχημένος, και ήθελε να κάνει αυτό το άλμα, να γίνει περιφερειάρχης Αττικής, το οποίο και το κατάφερε.
Κι ενώ εγώ δεν ήθελα, μου είπε: «Κάν’ το για να βοηθήσει την αναγνωρισιμότητά σου κλπ. Και αν δεν σε ενδιαφέρει καθόλου, μετά από δύο μήνες παραιτήσου». Και το έκανα. Αλλά ξέρεις, μπαίνοντας σε έναν καινούριο χώρο, εγώ πίστευα ότι δεν θα εκλεγώ κιόλας, γιατί δεν έκανα καθόλου προεκλογικό αγώνα τότε.
Όμως οι τρεις, τέσσερις συνεντεύξεις –πέντε το πολύ, νομίζω πέντε– που έδωσα στην τηλεόραση ήταν απλώς για να πω: «Ξέρετε, το όνομα Ρασσιάς που θα δείτε είμαι εγώ, ο Χάρης Ρώμας. Αυτός είναι ο Χαράλαμπος Ρασσιάς». Αυτό έκανα κυρίως.
Έπιασε, τέλος πάντων. Είχε και σε παρένθεση στο ψηφοδέλτιο «Χαράλαμπος Ρασσιάς (Χάρης Ρώμας)». Αν δεν υπήρχε αυτό, μου λέει ο Πατούλης, θα είχα βγει πρώτος. Ναι, ενώ βγήκα σε πολύ ψηλή σειρά βέβαια, πολύ πάνω.
Και επειδή είδα αυτή την εκτίμηση του κόσμου –μπορεί να μην είναι και εκτίμηση πάντα– τώρα ακούω, ας πούμε, για τον μπασκετμπολίστα που έγινε ευρωβουλευτής και τραμπουκίζει τον κόσμο. Το έκανε μία, το έκανε δύο, το έκανε τρεις. Να προσέχουν ποιους βάζουν στα ψηφοδέλτια.
Εμένα δεν ήταν πρόβλημα να με βάλουν σε ψηφοδέλτιο. Νομίζω γιατί ήμουν ένας άνθρωπος που είχε σπουδάσει Ιατρική, που είχε βραβευτεί στο θέατρο για τις δουλειές του. Νομίζω ότι ο καθένας έχει μια πορεία και πρέπει να κρίνουν κι αυτοί που καταρτίζουν τα ψηφοδέλτια ποιος είναι αυτός και τι έχει προσφέρει: στην κοινότητα, στην εθνική κοινότητα, στη διεθνή κοινότητα, παντού, στον κόσμο.
Το «έχω παίξει μπάλα» δεν φτάνει. Και έχω παίξει και περισσότερες μπουνιές από την μπάλα στη διάρκεια της καριέρας μου. Αυτά να τα βλέπουν κάτι κύριοι πρόεδροι και πρωθυπουργοί που, για να έχουν ψηφαλάκια, φέρνουν ονοματάκια. Και δεν το λέω μόνο για το αριστερό πεδίο – σε αυτούς αναφέρομαι αυτή τη στιγμή βέβαια – αλλά παντού.
Έχουμε δει να μπαίνουν διάφοροι «ουρανοκατέβατοι». Κάποιοι, για να μην είμαι άδικος, που τους θεωρούν οι άλλοι ουρανοκατέβατους, αποδεικνύουν στην πορεία ότι μπορούν, ότι αφοσιώνονται, ότι μαθαίνουν το κομμάτι που τους αντιστοιχεί και προσφέρουν. Αυτό δεν αποκλείεται. Αλλά νομίζω ότι για το ποιόν του ανθρώπου πρέπει να κάνεις μια έρευνα, να δεις ποιος είναι.
Τέλος πάντων, δεν θέλω να μπω σε ονοματολογία, γιατί είναι και άλλοι πολλοί που γνωρίζουμε και βλέπουμε. Ναι, αυτό είναι που με έχει απογοητεύσει στην πολιτική: ότι δεν λειτουργεί αξιοκρατικά. Πραγματικά αξιοκρατικά.
Η πολιτική, σε σχέση με τους καλλιτέχνες –οι οποίοι κι αυτοί είναι ένα επικίνδυνο κομμάτι για να συγχρωτίζεσαι πολύ, γιατί είναι υπερευαίσθητοι και αυτή η ευαισθησία μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ εναντίον σου– δεν είναι εύκολη. Δεν είναι εύκολο να ισορροπήσεις με καλλιτέχνες. Πρέπει συνέχεια να είσαι σε επιφυλακή: να τους προστατεύσεις, να μην πληγωθούν ή να μην σου επιτεθούν. Γιατί κάποιοι είναι και επιθετικοί, ίσως γιατί αμύνονται ή γιατί πληγώνονται πολύ εύκολα.
Όμως η πολιτική είναι ακόμη χειρότερη και πολύ πιο μακριά, θα έλεγα, από τους καλλιτέχνες, σε σχέση με τη συμπεριφορά και τη σύσταση. Ένα μεγάλο μέρος τους –όχι όλοι. Έχω γνωρίσει και ανθρώπους που δίκαια αποφασίζουν να πολιτευτούν, γιατί τους αρέσει, γιατί τους ταιριάζει και γιατί κάποιοι πρέπει να το κάνουν.
Γι’ αυτό είμαι εναντίον της νοοτροπίας του απόλυτου μηδενισμού: «Οι 300 να πάνε να πνιγούν». Τους ψηφίζετε και μετά τους φορτώνετε όλα τα προβλήματα που έχετε στη ζωή σας και τις πιθανές αποτυχίες σας. Όλα τα ρίχνετε εκεί που ψηφίσατε.
Αν τους ψηφίζετε για σάκους του μποξ, είναι δικό σας πρόβλημα. Το λέω στον κόσμο. Αν τους ψηφίζετε για να πάτε την άλλη μέρα να ζητήσετε ρουσφέτι, οι ίδιοι άνθρωποι είστε που μετά θα γίνετε τιμητές και θα πείτε «δεν υπάρχει αξιοκρατία στη χώρα».
Εγώ έχω δει πολλούς τέτοιους. Ερχόντουσαν στο γραφείο μου, όταν ήμουν στην Περιφέρεια, και ζητούσαν διορισμούς για τα παιδιά τους, τα ανίψια τους, τα ξαδέρφια τους. Και τους έλεγα: «Είστε με τα καλά σας; Τι σχέση έχω εγώ με αυτό;». Πρώτον, δεν έχω αρμοδιότητα. Και δεύτερον, ακόμα κι αν είχα, γιατί να το κάνω;
«Γιατί δεν θα ξαναδείτε την ψήφο μας», μου απαντούσαν κάποιοι. Αυτοί, λοιπόν, που εκβιάζουν τους πολιτικούς, είναι και οι πρώτοι τιμητές. Κι έτσι είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι και στον λεγόμενο «σοφό λαό».
Αν ήμουν γεννημένος πολιτικός ή αν ήθελα μια μεγάλη καριέρα στην πολιτική, τώρα θα στα έλεγα αλλιώς. Θα σου μιλούσα για τον σοφό λαό. Τώρα όμως δεν με αφορά. Δεν είμαι δυστυχισμένος που έχω γυρίσει και θα κάνω και τηλεοπτική σειρά ξανά.
Έκανα και τον «Καφέ της Χαράς», τον τέταρτο και πέμπτο κύκλο. Ποτέ δεν εγκατέλειψα, γιατί θα είχα χάσει την ισορροπία μου. Θα είχα χάσει και τον στόχο μου σαν άνθρωπος.
Ο στόχος μου ήταν αυτός: να κάνω τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Προσπάθησα και μέσα από τα κοινά να είμαι ωφέλιμος και χωρίς να διεκδικήσω χρήματα. Θυμίζω –για όσους δεν το ξέρουν– ότι τα δύο, τρία πρώτα χρόνια στην Περιφέρεια, που ήμουν τομεάρχης Πολιτισμού, είπα στον Πατούλη ότι επειδή δεν γνωρίζω το αντικείμενο και δεν θέλω να εκμεταλλευτώ την ψήφο του κόσμου, θέλω να την τιμήσω, δεν θέλω να πληρώνομαι.
Δεν πληρωνόμουν καθόλου τα τρία πρώτα χρόνια. Πληρώθηκα έναν χρόνο ως αντιπεριφερειάρχης. Και μετά μπαίνεις στη διαδικασία να διεκδικήσεις ψήφο στον Δήμο Χαλανδρίου και λες: «Ρε παιδάκι μου, αυτό μετράει ή δεν μετράει στον κόσμο; Ότι ένας άνθρωπος αποδεδειγμένα δεν πάει για να βγάλει φράγκα;».
Αφού θέλετε να είναι τίμιοι και να μην είναι για την καρέκλα ή για το χρήμα, γιατί ψηφίζετε αυτούς που είναι για την καρέκλα ή για το χρήμα; Για να έχετε μετά να βρίζετε;
Άρα είναι «δούναι και λαβείν» αυτή η σχέση με τον κόσμο. Και για τα δεινά που βλέπουμε –τις διαπλοκές, τη διαφθορά, το αραλίκι στο Δημόσιο– ισχύει το «it takes two to tango». Είναι και από τις δύο μεριές.
Δεν χαρίζομαι ούτε στον κόσμο πλέον και δεν τον έχω ανάγκη. Θα μου πεις: «Μα θέλεις να έρχονται πελάτες στο θέατρο». Θα έρχονται. Γιατί θέλουν να τα ακούνε. Απλώς δεν βάζουν τον εαυτό τους μέσα στο κάδρο. Νομίζουν ότι αφορά όλους τους άλλους.
Ενώ πολλές φορές είμαστε κι εμείς οι ίδιοι που διακατεχόμαστε από αυτές τις παθογένειες.

Ο Χάρης Ρώμας μιλάει στο CNN Greece.
GIANNIS DIMITROPOULOS/CNN GREECEΟι τηλεοπτικές σας δημιουργίες έχουν αφήσει μια ισχυρή κληρονομιά στη νεότερη ελληνική τηλεόραση. Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε όλο και συχνότερα αναρτήσεις για reboot του Κωνσταντίνου και Ελένης. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Χάρης Ρώμας: Η αλήθεια είναι ότι μας έχει γίνει πολλές φορές η πρόταση να ξαναδούμε τη σειρά, έστω και σαν μια μορφή reunion. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που έκανε ο Καπουτζίδης, απ’ ό,τι κατάλαβα. Το τελείωσε κιόλας, για το «Παρά Πέντε». Ένα τέτοιο reunion, σαν κι αυτά που έκαναν πρώτοι οι «Friends».
Μέχρι όμως να φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε ένα sequel της σειράς, δηλαδή τη συνέχεια, όπου οι άνθρωποι βρίσκονται ξανά πολλά χρόνια μετά, δεν το σκέφτομαι να το κάνω. Ούτε εγώ, πιστεύω, ούτε η Ελένη, με την οποία έχω πλέον πολύ καλή σχέση. Πάντα είχαμε καλή σχέση, απλώς τώρα, μεγαλώνοντας, καταλαβαινόμαστε νομίζω και περισσότερο. Έχουμε εκτιμήσει και το μυαλό ο ένας του άλλου ακόμη πιο πολύ.
Επειδή ακριβώς πρόκειται για τόσο μεγάλη επιτυχία και συνεχίζει να κάνει νούμερα —το πάνε στο Μακεδονία, το πάνε από εδώ, το πάνε από εκεί, το βάζουν, το βγάζουν, το αλλάζουν πρωί, απόγευμα, Σαββατοκύριακο— νομίζω ότι παίζεται και τώρα Σαββατοκύριακο στον ΑΝΤ1 και στο Μακεδονία καθημερινά. Και βέβαια και άλλες σειρές μου είχαν μεγάλη τύχη, όπως το «Καφές της Χαράς».
Όμως το «Κωνσταντίνου και Ελένης» φαίνεται ότι είναι κάτι ιδιαίτερο. Επίσης, το «Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο», όποτε παίζεται, κάνει πλέον ένα δικό του νούμερο από ανθρώπους που εκτιμούν αυτή την, ίσως, καλύτερη δουλειά που έχω δημιουργήσει μαζί με την Άννα Χατζησοφιά. Είναι ίσως η πιο ποιοτική μας δουλειά.
Ωστόσο, το αγαπημένο του κόσμου, το «Κωνσταντίνου και Ελένης» —και το λέω αυτό γιατί διαβάζω πολλές αναλύσεις— ήταν και αντικείμενο μελέτης στο Πανεπιστήμιο του Ναυπλίου, στο Τμήμα Θεατρολογίας. Έγινε ολόκληρο θέμα για τους ρόλους του Χάρη Ρώμα, κάτι που ήταν πολύ τιμητικό. Πήγα και το παρακολούθησα, χρόνια βέβαια πριν.
Αναλύθηκε το πώς δημιουργούνται ρόλοι, πώς στήνονται χαρακτήρες που μοιάζουν αντιπαθητικοί, αντιεπικοινωνιακοί, αντικοινωνικοί, ακόμη και προσβλητικοί προς τον κόσμο, αλλά τελικά γίνονται αγαπητοί στο πλατύ κοινό. Και εγώ ήμουν ένα παράδειγμα —ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα στη χώρα— αυτού του είδους ρόλων, γιατί πάντα έπαιζα τον αντιπαθητικό, τον ξινό κ.λπ.
Αυτό ήταν πολύ τυπικό στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», στον ρόλο του Κατακουζηνού. Εκεί τα δώσαμε όλα, και η Ελένη ως γκαρσόνα. Διάβασα και πολλές κριτικές και αναλύσεις που μιλούν για το πώς η σειρά αποτελεί κομμάτι της pop κουλτούρας της χώρας μας. Κάτι που περνάει από γενιά σε γενιά.
Βλέπεις παιδιά 15 και 16 χρονών να έχουν ψευδώνυμα στα social όπως «ταπεινό χαμομυλάκι» ή «Κατακουζίνα». Βλέπεις να ανοίγουν εστιατόρια, 25 χρόνια μετά τη σειρά, που λέγονται «Κατακουζίνα». Υπάρχει και ζαχαροπλαστείο «Κωνσταντίνου και Ελένης», δεν ξέρω αν έχεις πάει, όπου το έχουν χωρίσει στη μέση όπως ήταν το σαλόνι τους, με γλυκά εμπνευσμένα από το Βυζάντιο, τα «σιρόπια της γκαρσόνας» και διάφορα τέτοια.
Δεν είναι τυχαίο. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το σίριαλ δημιούργησε μια ολόκληρη κατάσταση και φαίνεται ότι λειτουργεί ακόμη. Αυτό μας δίνει αυτοπεποίθηση και χαρά, στους δημιουργούς και σε όσους παίξαμε, γιατί σημαίνει ότι και η γραφή και το παίξιμο παραμένουν μοντέρνα, φρέσκα, δεν μοιάζουν μπαγιάτικα. Γι’ αυτό λειτουργεί σε μικρές, μεσαίες και μεγαλύτερες ηλικίες.
Το παίρνω σαν παράσημο. Αλλά για να μην χαλάσει όλη αυτή η φρεσκάδα, ή τέλος πάντων τα πρωτογενή συστατικά που το έκαναν τόσο πετυχημένο, δεν θέλω να βγούμε τώρα σαν «μπαγιατούρες» να μιμηθούμε τους παλιούς μας εαυτούς. Δεν έχω αυτή την έμπνευση.
Το μόνο σίγουρο κέρδος από το να το ξανακάναμε θα ήταν οικονομικό, γιατί είμαστε όλοι ενεργοί: η Ελένη σκίζει στο θέατρο —σκίζει και το δικό μου θέατρο— εγώ θα κάνω πιθανώς νέα σειρά, ίσως και η Ελένη, τα υπόλοιπα παιδιά επίσης. Έχουμε συζητήσει όλοι να ξανασυνεργαστούμε, αλλά σε άλλα project.
Αυτό, όμως, μου φαίνεται σαν ξαναζεσταμένο φαγητό. Και μάλιστα για μια σειρά τόσο αγαπητή και τόσο πετυχημένη, γιατί να ρισκάρεις να χαλάσεις αυτή την εικόνα; Ένας θα ήταν ο μόνος λόγος: τα χρήματα. Και πρέπει να σου πω ότι μας τα προσφέρουν με τις σέσουλες για να το κάνουμε, σε δύσκολες και σε λιγότερο δύσκολες εποχές.

Ο Χάρης Ρώμας.
GIANNIS DIMITROPOULOS/CNN GREECEΟι «Μεν και Δεν» παραμένουν για πολλούς μια από τις πιο κομψές και ευφυείς κωμωδίες της ελληνικής τηλεόρασης, συνδεδεμένη με μια έντονη αίσθηση νοσταλγίας. Όταν κοιτάτε πίσω εκείνη την εποχή, τι θυμάστε πιο έντονα από το κλίμα και τα παρασκήνια της σειράς; Πιστεύετε ότι σήμερα θα μπορούσε να υπάρξει ξανά χώρος στην τηλεόραση για μια τόσο λεπτή, αστική κωμωδία ή ανήκει οριστικά σε μια άλλη εποχή;
Χάρης Ρώμας: Το να δημιουργήσεις έναν κόσμο σημαίνει ότι με τους ανθρώπους που επιλέγεις για να χτίσεις αυτόν τον κόσμο μαζί, πρέπει να έχεις μια πάρα πολύ μεγάλη σχέση, μια αληθινά βαθιά και πλατιά σχέση, και, αν είναι δυνατόν, αυτό να εξελιχθεί σε αγάπη. Αυτό ξεκινάει κυρίως από τον επικεφαλής ή την επικεφαλής ή τους επικεφαλής.
Εγώ σε αυτό είμαι καλός, γιατί στις περισσότερες δουλειές που έχω κάνει με συνδέει δυνατή φιλία με πολλούς. Δεν θα σου πω με όλους, γιατί δεν ταιριάζει με όλους για να μείνουν φίλοι ζωής, αλλά με όλους έχω καλή σχέση, τυπικά με όλους αλλά και ουσιαστικά. Από κάθε δουλειά, με κάποιους έμεινα αδερφός. Δηλαδή, στο «Καφέ της Χαράς», ο Σκιαδαρέσης, η Ρένια, η Τζόυς κλπ., είναι οικογένειά μου. Η Χριστίνα Τσάφου, η Φωτεινή Ντεμίρη, ο Χαλακατεβάκης, ο Φλοκατούλας… δεν θέλω να αφήσω κάποιον. Τους αγαπάω, τους αγαπάω πραγματικά, και νοιάζομαι όποτε τους δω ή όταν ακούσω κάτι. Με κάποιους, όπως η Ρένια και η Τζόυς, είμαστε οικογένεια. Ο Σκιαδαρέσης είναι ο καλός μου φίλος, μαζί με τον Στέλιο Μάινα, ο οποίος ήταν στους «Μεν και Δεν» και πάντα μου λέει ότι αν θα έκανα ένα remake, μια σειρά ξανά από αυτές…
Θυμίζω ότι ο Στέλιος έχει κάνει το «Νησί» και τα «Μαύρα Μεσάνυχτα», μεγάλες επιτυχίες, και είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός και φίλος. Η Άννα Κουρή, παίξαμε και πρόσφατα μαζί στο «Hotel Elvira» δύο επεισόδια. Πήγα σε guest εμφάνιση, ήταν ωραίο που τη ξανασυνάντησα. Δεν μπήκαμε στο κλίμα της σειράς, εγώ έκανα αυτόνομα τη δουλειά μου και νομίζω το έκανα καλά, γιατί αυτά τα επεισόδια πήγαν καλύτερα από όλα. Να τα δούμε και αυτά. Χάρηκα πάρα πολύ όταν είδα την απήχηση και έπαιξα με την αγαπημένη μου την Άννα, που είμαστε ένα ζευγάρι αχτύπητο. Ήταν και το πρώτο μου βραβείο αυτό, βραβείο ζευγαριού πήραμε τότε στα Βραβεία Τηλεόρασης, εγώ με την Άννα Κουρή.
Έκτοτε έχουν γίνει διάφορα. Και η Τζόυς, όπως ανέφερα και πριν, ήταν μαζί μας και στο «Καφέ της Χαράς», όπως και η Άννα ήταν στο «Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο». Οι Μεν και Δεν δεν ήταν η πρώτη μεγάλη μου επιτυχία. Η πρώτη μεγάλη μας επιτυχία, στην πραγματικότητα, ήταν μια σειρά με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Είχα κάνει και διάφορες σειρές σαν ζεν πρεμιέ στην ΕΡΤ, νεότερος, όπου είχα μια καλή παρουσία και με έβαζαν και έπαιζα ρόλους ζεν πρεμιέ.
Αλλά αυτό, άμα το δεις τώρα, λες «αυτός ποιος να είναι άραγε;». Είναι μια άλλη εποχή, μια άλλη κατάσταση. Μακριά μαλλιά, με σκουλαρίκι κλπ. Καμιά φορά βάζουν κάποια αποσπάσματα, απ’ ό,τι μου έχουν πει, σε αφιερώματα και λένε «ποιος είναι αυτός;» και δεν το βρίσκει κανείς. Μετά έμεινα πολύ κοντά στην εικόνα που βλέπεις τώρα. Δηλαδή, από τα 30 μου και πριν, που ήμουν νεαρός ζεν πρεμιέ, ήταν μια άλλη εικόνα. Εγώ την άλλαξα αυτή την εικόνα, γιατί ήθελα να είμαι ζεν κομίκ, να λειτουργήσω και σαν κωμικός ηθοποιός.
Και δημιουργήθηκε αυτή η σειρά, που ο συγχωρεμένος ο Μίνως Κυριακού μου είχε πει ότι, επειδή του άρεσε, αλλά ήταν η πρώτη μου προσπάθεια μεγάλης γραφής– στην πρώτη χρονιά των ιδιωτικών καναλιών, στον ΑΝΤ1 συγκεκριμένα, ήταν το «Μάμα Μία» με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Αλλά γυρίστηκε λίγο σαν βιντεοταινία, δεν μπορώ να πω ότι η ποιότητα της εικόνας ήταν πολύ καλή. Άλλαζαν τα πράγματα τότε και έπρεπε να ακολουθήσουμε την αλλαγή.
Εγώ το είδα ότι αλλάζουν και το είπα στον Κυριακού, ο οποίος μου είπε: «Έχεις κάτι που μου αρέσει πολύ. Αρέσεις στα παιδιά μου που είναι μικρά». Ήταν μικρός ο Θοδωρής τότε, μικρότερος από μένα, και η κόρη του, την υπέροχη αυτή η φίλη μου, και ο Ξενοφών. Μου λέει ο Κυριακού: «Αρέσεις πολύ στα παιδιά μου και στο σοφέρ μου, στον οδηγό μου». Που σημαίνει ότι πιάνεις τα λαϊκά στρώματα. Και όταν πιάνεις τα παιδιά και τα λαϊκά στρώματα, η επιτυχία είναι σίγουρη. «Άρα ό,τι σκεφτείς θα έρθεις να το δώσεις εδώ και, αν μου αρέσει –που πιστεύω ότι θα μου αρέσει– θα το περάσω».
Ξενύχτησα δέκα μέρες και δέκα νύχτες, γιατί λέω «αυτή είναι η ευκαιρία μου». Θα κάνω κάτι χωρίς να χρειάζομαι τις πλάτες ενός μεγαθήριου, όπως ήταν φυσικά η Ρένα Βλαχοπούλου, ή του Μουστάκα που είχα δουλέψει στο θέατρο προηγουμένως, ή του Ντίνου Ηλιόπουλου, που ήταν θηρία. Ήταν σπουδαία εμπειρία δίπλα τους, αλλά ήμουν πίσω από τη σκιά τους και ακολουθούσα αυτά που έκαναν εκείνοι, τα οποία δεν με εξέφραζαν πια ακριβώς.
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Έλενα Τοπαλίδου: Δεν ζητάω σεβασμό, δεν με ενδιαφέρει να μη με βρίσεις
Κρίστοφερ Κινγκ: «Έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τους παραδοσιακούς ήχους»
Βασίλης Μπισμπίκης: Κάποιες φορές λέω ότι είμαι λίγος και άλλες βρίσκω την αυτοπεποίθησή μου
Γιάννης Μπέζος: Δεν νοσταλγώ τίποτα από τα παλιά, η προσκόλληση σε αυτά είναι το μεγάλο μας πρόβλημα
Βαρδούσια: Κάτω από αντίξοες συνθήκες η ανάσυρση των σορών των τεσσάρων ορειβατών (vids)
14:43
Κολυδάς για καιρό Πρωτοχρονιάς: Τα δύο σενάρια για χιονοπτώσεις και τσουχτερό κρύο
14:32
Αγρότες: Κλιμάκωση των κινητοποιήσεων αποφάσισε το μπλόκο της Νίκαιας - Κλειστή η εθνική στα Μάλγαρα (vid)
14:19
Αγρίνιο: Θύμα άγριου ξυλοδαρμού 17χρονος έξω από κέντρο διασκέδασης - Του επιτέθηκαν 4 κουκουλοφόροι
14:06